Σάββατο 11 Ιανουαρίου 2025

Ο σεισμός του 1948 στην Κάρπαθο

  Στις 9 Φεβρουαρίου του 1948, έγινε ένας μεγάλος σεισμός στην Κάρπαθο, μεγέθους 7,3 ρίχτερ. Από τον τύπο της εποχής μαθαίνουμε ότι υπήρξαν ζημιές σε πολλά σπίτια  των Κάτω χωριών. Στις Πυλές, Όθος Βωλάδα και Απέρι κατέρρευσαν 52 οικίες, 137 υπέστησαν σοβαρές ζημιές και 113 ελαφριές ζημιές. Δεν υπήρξε κανένα ανθρώπινο θύμα. Πληροφορίες για τα χωριά της μεσαίας και βόρειας ζώνης του νησιού δεν υπάρχουν. Το αξιοσημείωτο είναι ότι 10 λεπτά μετά τον σεισμό σημειώθηκε ένα δυνατό τσουνάμι, το οποίο σάρωσε τα Πηγάδια σε βάθος περίπου 250 μέτρων αλλά και το Διαφάνι σε μικρότερο βαθμό.
(πληροφορίες: ΚΑΡΠΑΘΙΑΚΑ ΝΕΑ)
  Για καλή μου τύχη, κάπου στα τέλη της δεκαετίας του 70, από την γιαγιά μου από την μεριά του πατέρα μου, μου δωρήθηκε ένα ντοκουμέντο, που αναφέρεται στα γεγονότα εκείνα. Βλέποντας την έφεση μου στα γράμματα, θεώρησε ότι θα ήμουν ο καταλληλότερος να το φυλάξω, και ποιος ξέρει, ίσως και να το αξιοποιούσα με κάποιον τρόπο κάποια στιγμή. 
  Πρόκειται για μια σειρά μαντινάδων, αγνώστου συγγραφέα, οι οποίες γράφτηκαν στην Αμερική ως απόηχος των όσων δραματικών έφταναν στα αυτιά των εκεί αποδήμων μας. Υπάρχει μια σαφής χρονική σειρά, από την φήμη και την εικασία, στις ειδήσεις και τις αναφορές από το νησί. Υπάρχει όμως και μια ξεκάθαρη απόσταση που χωρίζει πλέον τον Καρπάθιο μετανάστη που έχει γράψει τις μαντινάδες από την προγονική του γη. Πιθανότατα ο στιχοπλόκος είναι Οθείτης, δεν ξέρω αν η εγγραφή που έχω εγώ είναι η πρωτότυπη ή μεταγραφή. Σίγουρα όμως διαφαίνεται μέσα στους στίχους η αγωνία του μαντιναδόρου για την τύχη του νησιού του, άλλοτε αυτό γίνεται με πόνο κι άλλοτε με σκωπτικό τρόπο. Αναφέρει σχεδόν όλα τα χωριά της Κάτω Καρπάθου, για ανθρώπους που γνωρίζει και στο τέλος κάνει μια πρόταση, η οποία σήμερα μας κάνει τουλάχιστον να χαμογελάσουμε.
  Ας τις διαβάσουμε λοιπόν:

 Σεισμός μεγάλος έγινε και πήρε τα Πηγάδια
και τα χωριά σου Κάρπαθος εγίνανε κομμάτια.
Φόβος και τρόμος έπιασε όλους με την αράδα
το τέλος εφωνάξανε ήρτε μες την Ελλάδα.
Τέλος του κόσμου φώναξαν οι κάτοικοι με τρόμο
κι όλοι συγχωρεθήκανε και τρέχαν μες τον δρόμο.
Η Κάρπαθος μας έτρεμε ως τρέμει το καλάμι
κι η βουή που έβγαινε τρεμούλα τους επιάνει
και προς στιγμήν νομίζανε τέλος του κόσμου θάναι
και εσυγχωρεθήκανε και λέγαν τώρα πάμε.
'Ετρεμεν όλο το νησί και τρέμαν και οι δικοί μας
που τέτοια καταστροφή δεν είδε το νησί μας.
Όλοι οι Καρπάθιοι εφαίνοντο στα μούτρα λυπημένοι
πως το νησί μας σήμερον έρημος απομένει.
Βαπόρι ήρθεν κι έτρεχε κάτω που την Ελλάδα
βοήθεια τους έδωσε σ΄ όλους με την αράδα.
Και τώρα περιμένουμε κι ανυπομονούμε
να μάθουμε τα χάλια των και να τους λυπηθούμε.
Το πρώτον τηλεγράφημα Πυλών το Δημαρχείον
πως κατεστράφη το χωριό κι είναι νεκροταφείον.
Έρημες μείναν οι Πυλές τα σπίτια της επέσα
και σπίτι δεν απόμεινε άνθρωποι να μπούνε μέσα.
Εις την πλατείαν εις τ΄ Ακρί όλοι εμαζευτήκαν
την τύχη των εκλαίανε τα βάσανα που βρήκαν.
Και τώρα περιμένουμε ειδήσεις απού τ΄'Οθος
να δούμε τι απέγινε πουναι δικός μας πόθος.
Στα σίγουρα θε νάπεσε και το καμπαναριό μας
κακό μεγάλο θάγινε μέσα εις το χωριό μας.
Κι ο Κούπας πούναι δήμαρχος μέσα εις την Βωλάδα
έδινε θάρρος στο χωριό σ΄ όλους με την αράδα.
Τύχην κακή και κάψιμο ως καύγει το πιπέρι
γιατί έπεσεν ο Τσούλακας και πλάκωσε τ΄ Απέρι.
Έπεσεν η Μητρόπολης μαζί και τα σχολεία
εσύστηκεν ο Μοροούς μαζί και η Παναγία.
Ακούσαμε στις Μενεταίς μεγάλας απωλείας
επλάκωσε το χωριό ο Άγιος Ηλίας,
έπεσεν το καμπαναριό πούταν ένα στολίδι
εκεί που εγκρεμίσανε και τον Νικολαΐδη.
Οι Μενεδιάτες τρέξανε μακριά εις τον Αφιάρτη
γιατί εφοβηθήκανε κι άλλος σεισμός πως θάρθει.
Ας αφήσουμε τις Μενεταίς κι ας πάμε  στα Πηγάδια
την προκυμαία έκαμε χίλια δυο κομμάτια.
Και τρέξανε εις τα βουνά να σώσουν τη προβιά των
στ΄ ανάθεμα ελέγανε να πάνε τα καλά των.
Η θάλασσα εσκέπασε όλην την προκυμαία
τρία καΐκια σπάσανε με θάλασσα ραγδαία
κι ο Μικροπανδρεμένος  μας απούτον εις τα Πέρι
τώρα τον περιμένουμε χαπάρια να μας φέρει.
Γράμματα περιμένομε και ο καθείς να μάθει
ο Άης Παντελέμονας αν έχει κάτι πάθει.
Κι ο Δημελλάς επόθανε πούθε να στρονομίσει
πούθε να τρέξει στο χωριό για να ειδοποιήσει.
Κι ο Δημελλάς επόθανε απούθε να το νιώσει
κι είθε να τρέξει στο χωριό χαμπάρι για να δώσει.
Οι καταχρασταί του νησιού που κάνουν αμαρτίας
εφέραν τούτο το σεισμό και τας απελπισίας.
Αν είν και πλέει η Κάρπαθος και μέλλει να βουλιάξει
αφήστε την κακόμοιροι Καρπάθιοι να ρημάξει.
Πόσα αναστενάγματα, σταυροί και καρδιοκτύπια
να γίναν μέσα στις Πυλές σαν πέφτανε τα σπίτια.
Τώρα σ΄ αυτούς ο σύλλογος πρέπει να βοηθήσει
και δω τους Αμερικανούς να ερανολογήσει.
Ω καημένη Κάρπαθος αν θα χαθεί η φανιά σου
θε να χαθού τα γλέντια σου κι όλα τα έθιμά σου.
Πως θα βουλιάξει η Κάρπαθος μηχανικοί το ξέρουν
κι ακούσαμεν οι Έλληνες πως θα σας μεταφέρουν.
Αν είναι μεταφέρου σας παράπονο μεγάλο
μη πα και σας εβγάλουνε σε άλλο νησί επάνω.
Μεγάλη νάναι η στεριά καλά να στηριχθείτε
και ναν και μέρος καρπερό νάχει τροφή να ζείτε.
Ω πρόκριτοι των Μενετών καλά να το σκεφτείτε
γιατί δεν είναι Ιταλοί να αντιπαραταχθείτε.
Τώρα θε να το χάσουμε το Σούλι Μενεδιάτες
αν ξαναγίνει ένας σεισμός θα μείνομε στις στράτες.
Έμαθα πως ετρέξατε μακριά εις τον Αφιάρτη
γιατί εφοβηθήκατε κι άλλος σεισμός πως θάρθει.
Πιο όξω το Δεσποτικό το πήρανε τα κύματα
και τι λιμάνι θα γενεί με τα μισά τα χρήματα.
Και θα γλιτώσουμε κι μεις πο τα ερανολογήματα
γιατί τον λιμενοβραχίονα τον έφτιαξαν τα κύματα.
Και τα Πηγάδια σκέπασαν εμπρός στην παραλίαν
τέτοιο κακό οι κάτοικοι ούτε ήκουσαν ούτε είαν.
Λένε πως ήρθε το κακό τρεις που το μεσημέρι
κι ευχόμεθα εις τον Θεόν να μην το ξαναφέρει.
Τρεις ήτο απομεσήμερο  κ' εννεα του Φλεβγάρη
που χίμηξεν η θάλασσα την Κάρπαθο να πάρει.
Τούτο το 48 αξέχαστο θα μείνει
που κόντεψε την Κάρπαθο ψυχή να μην πομείνει.
η εικόνα δημιουργήθηκε με τη βοήθεια της τεχνητής νοημοσύνης

Ο Πέτρος και η Μέλουρα αναποδογυρίσα
κι σπίτι μέσα στο χωριό να στέκει δεν εφήσα.
Εκαταστράφη το Όθος μας πούχε τα μεγαλεία
κι ας κλάψει κι ο Όμηρος πούκαμε τα σχολεία.
Εκλαίαν οι Οθείτισσες που χάσα τα καλά τους
κι στρώμα δεν επόμεινε να θώκουν τα παιδιά τους.
Άλλες ετρέξαν εις τις Στες κι άλλες στα μετόχια
και κλαίασι την τύχη των ως του σεισμού τη φτώχια.
Ήτο καλή η εποχή γιατί ΄χεν αμανίτες
και καλαούρους στα βουνά και τρώαν οι Οθείτες.
Ο Άη Γιώργης έπεσε μόλα τα σύγυρα του
ως κι ο Τσαμπούκης έμεινε στο δρόμο κ΄η κυρά του.
Στο Άλι κάτω ήκοψε κ΄έχει κατασκηνώσει
το Δράκο την Κανέλα του κι αυτούς τους έχει σώσει.
Και μόλις εξημέρωσε και ήρτε στα σύγκαλά του
στη Γιάφνη κάτω όρσαρε να εβ την αελά του.
Όλοι οι Δημάρχοι γράψανε κι ούλοι τηλεγραφήσαν
μόνο που τ΄ Όθος το χωριό δεν μας ειδοποιήσαν.
Δεν ξέρουμε τι έγινε τι νάναι η καταστροφή του
κι ο Χανιώτης Δήμαρχος τι νάναι η σιωπή του.
Γιατί δεν τηλεγράφησεν εδώ εις τους Οθείτες
να μας πει όλα καλά και μην ανησυχείτε.
Φαίνεται πως εχάσανε όλοι το ηθικό τους
εχάσανε τα φρένα τους μαζί και το μυαλό τους.
Ας περιμένει ο Όμηρος κι ογλήορα θα μάθει
άλλοι θα μας τα γράψουσι τ΄ Όθος τι έχει πάθει.
Το πρώτο γράμμα έφτασε απού τον Παπαδάκη
κι όσοι κι αν τ΄ ακούσασι τους πότισε φαρμάκι.
Τι νάναι τούτο το κακό πούπαθε το νησί μας
κι από το φόβο χάσαμε την εμισή ζωή μας.
Εφθάσανε τα γράμματα και μας ειδοποιήσαν
τα πάθη των εγράψανε και τα εξιστορήσαν.
Και το Γιαφάνι βούλιαξε καθώς και το Φοινίκι
η θάλασσα τα σκέπασε κ΄ είναι μεγάλη φρίκη.
Κοντάτωνε η Κάρπαθος όλη να βουλιάξει
κι αν έλθει κι άλλος και τα βουνά θα χάψει.
Κ΄ εμείς από την Αμερική που ανυπομονούμε
τραγούδια των εγράψαμε ως τους παρηγορούμε.
Αίτηση θε να κάνουμε εδώ στον πρόεδρό μας
να φέρει τους Καρπάθιους μας στο κράτος το δικό μας.
Μέσα στην Καλιφόρνια που έχει έκταση μεγάλη
εκεί θε νάρθει Κάρπαθος όλοι μικροί μεγάλοι.
Να την δεντροφυτέψετε αμπέλια και χωράφια
τα σπίτια σας θε να κτιστούν διαμάντια και χρυσάφια.
Κι αφήστε την Κάρπαθο ατού για να ρημάξει
γιατί θε νάρθει κι άλλος σεισμός κι θε να τη βουλιάξει.
Πολλά θαρρώ σας γράψαμεν κ' εδώ τα σταματούμε
κι έπεται συνέχεια άλλοτε να σας πούμε.
Κάρπαθος 2015



Παρασκευή 3 Ιανουαρίου 2025

Ευεργέτιδα λήθη.

  Η άνοιξη είχε μπει για τα καλά και οι κάτοικοι του χωριού, άντρες και γυναίκες, απ΄ τα ξημερώματα είχαν κατέβει στον κάμπο για να σπείρουν τα καπνά. Καλά ήταν ακόμα τα χρόνια, ο μπασμάς είχε πέραση, κάπου εκεί στα μέσα της δεκαετίας του ογδόντα πρέπει να ήταν. Κουραστική δουλειά μα οι χωριανοί μας μπορούσαν και ζούσαν με αξιοπρέπεια τις οικογένειές τους. Στο χωριό μόνο τα παιδιά έμεναν και οι γεροντότεροι. Την ημέρα εκείνη σχολείο δεν πρέπει να είχε, διότι όλα τ΄ αγόρια της γειτονιάς βρίσκονταν από νωρίς εκεί στο πλάτωμα παίζοντας ποδόσφαιρο. Με τον βαρύ ήχο του αυτοκινήτου που ακούστηκε ν΄ ανεβαίνει την ανηφόρα, τραβήχτηκαν στην άκρη του δρόμου, αφού μάζεψαν βιαστικά τη μπάλα τους. Γρήγορα εκείνο φάνηκε στη στροφή μέχρι που ήλθε και σταμάτησε κάτω απ΄ το σπίτι του Κογκαλίδη. Το σήμα της κόκκινης ημισελήνου στις πινακίδες του, έδειχνε την προέλευση των επιβατών του. Οι πόρτες άνοιξαν, δυο άντρες βγήκαν, άνοιξαν την πίσω πόρτα και με φανερή τρυφερότητα βοήθησαν τη γυναίκα να βγει. Αυτή ήταν μεγάλης ηλικίας, φορούσε άσπρη μαντίλα που κάλυπτε το κεφάλι της και τη παραδοσιακή στολή των γυναικών της Ανατολής.

  Την ώρα εκείνη φάνηκε στη στροφή ο Τζιότζιος. Με που τους είδε τέντωσε το κορμί του, κατέβασε τη τραγιάσκα, πάτησε καλύτερα το μπαστούνι του και κίνησε κατά πάνω τους. Τάχυνε το βήμα του όσο μπορούσε, τα δυο τρία ούζα που είχε πιει στο μπακάλικο του Καλογιάννη σε συνδυασμό με τα χρόνια που κουβαλούσε στην πλάτη, τον δυσκόλευαν.

  Η γυναίκα, γιαγιά θα την έλεγες, κάτι έδειξε με τα χέρια της, κάτι είπε στη γλώσσα της, κάτι της απάντησαν οι άλλοι. Δάκρυα κυλούσαν από τα μάτια της ενώ την βοηθούσαν να ξαναμπεί στο αυτοκίνητο. Ό ένας απ΄ τους δυο άντρες έπιασε μια φωτογραφική μηχανή απ' το μπροστινό κάθισμα και άρχισε να φωτογραφίζει ολόγυρα όλα τα σπίτια.

  Την ώρα εκείνη ο Τζιότζιος έφτασε πια κοντά τους.

Γεια σας!” τους χαιρέτησε με εγκαρδιότητα χωρίς να μπορεί να κρύψει την περιέργεια του.

Μερ χαμπά” Ανταπέδωσαν κι αυτοί τον χαιρετισμό.

Τουρκ;” τους ρώτησε.

Έβε” απάντησαν θετικά.

  Τους ξαναρώτησε τι έψαχναν, άδικα όμως απ' εδώ και πέρα η συνεννόηση τους ήταν αδύνατη. Μπήκαν στο αυτοκίνητο, έκλεισαν τις πόρτες, ο οδηγός έβαλε μπροστά τη μηχανή και ξεκίνησε ν΄ ανεβαίνει την ανηφόρα για την έξοδο του χωριού.

  Μέχρι το βράδυ τα νέα είχαν διαδοθεί παντού. Καθένας έλεγε το μακρύ και το κοντό του, όπως συνήθως γίνεται σε αυτές τις περιπτώσεις. Αυτή ήταν και η κουβέντα που μονοπώλησε το ενδιαφέρον όλων στο καφενείο της απάνω γειτονιάς. Οι Τούρκοι που σταμάτησαν και φωτογράφισαν τα σπίτια τους. Κάποιος υποστήριξε ότι σίγουρα ήταν κατάσκοποι, από την άλλη όμως αναρωτήθηκε τι ενδιαφέρον να είχε η γειτονιά τους. Κάποιος άλλος, απ΄ τους γεροντότερους της παρέας, που πρόλαβε τα χρόνια πριν την απελευθέρωση, υποστήριξε ότι πρέπει να ήταν απόγονοι των λίγων Τούρκων που ζούσαν στο χωριό τότε. Δεν απέκλεισε το γεγονός, η γιαγιά με την άσπρη μαντίλα, να γεννήθηκε και να μεγάλωσε στο χωριό. Εκεί, στη μέση του μαγαζιού, κοντά στη ξυλόσομπα που η ζέστα της ήταν χρειαζούμενη ακόμη τα βράδια, καθόταν και ο Τζιότζιος. Απ΄ αυτόν διαδόθηκαν τα νέα αλλά ακόμα δεν είχε ανοίξει το στόμα του, μόνο άκουγε. Τα ογδόντα τα είχε πατήσει προ πολλού αλλά στις διηγήσεις ήταν μάστορας. Όλοι κρέμονταν από τα χείλη του, ειδικά όταν βαριούνταν την φλυαρία της τηλεόρασης. Τότε εκείνη έκλεινε κι αυτός ανέσυρε απ΄ τη μνήμη του ιστορίες από τα παλιά τα χρόνια. Και ήταν αστείρευτος. Πέρα από όλα τα ιστορικά γεγονότα που σημάδεψαν το χωριό τους, ήξερε όλα τα χούγια και τα μυστικά των συγχωριανών του, τις παρασπονδίες και τις καλοσύνες τους, τα κρυφά πιπεράτα μυστικά τους. Όλοι ήξεραν ότι συνήθως υπερέβαλε στις διηγήσεις του αλλά ο τρόπος της αφήγησης του ήταν ανεπανάληπτος. Άλλαζε ή αυξομείωνε την ένταση της φωνής του, χειρονομούσε κατάλληλα, σηκωνόταν για να δώσει έμφαση σε αυτά που έλεγε, σήκωνε απειλητικά το μπαστούνι του, καθόταν και μόρφαζε σαν κάτι πολύ βαρύ να τον στενοχωρούσε, έκανε τις ανάλογες παύσεις για να τους προετοιμάσει για το τέλος. Ένας ερασιτέχνης ηθοποιός που έδινε την παράσταση του, με μοναδικό ακροατήριο τους λίγους θαμώνες του καφενείου. Μόνη του απόλαυση ήταν και του άρεσε αυτό, να τους βλέπει να κρέμονται από χείλη του και στο τέλος είτε να τον χειροκροτούν είτε να τον αποδοκιμάζουν γελώντας για το θράσος του. Και ήταν θρασύς διότι τολμούσε και έλεγε ιστορίες, που το υπόλοιπο χωριό της κρατούσε στη λήθη, μακριά από τα παιδιά και τα εγγόνια τους, διότι δεν απέδιδαν τιμή και παινέματα στους προγόνους τους.

  Τότε ο Τζιότζιος ένευσε με το χέρι του ησυχία, ήταν το σήμα ότι θα ξεκινούσε την δική του εξιστόρηση. Γύρισε το κεφάλι του ολόγυρα σε όλο το μαγαζί, όλοι ησύχαζαν ένας ένας. Με το που κάθισε και ο καφετζής, άρχισε την αφήγηση του. 

  Αχάραγα ακούστηκαν εκείνες οι τουφεκιές δίπλα στο ποτάμι. Στις όχθες του κείτονταν δίπλα δίπλα, τα άψυχα πια κορμιά του Καντάν και της γυναίκας του της Μουγγέ. Παραπέρα, μόλις μερικές δεκάδες μέτρα και ο δεκαπεντάχρονος γιος τους ο Ονάν. Πλήρωσαν με τη ίδια τη ζωή τους, την απερισκεψία τους. Πίστεψαν ότι κανένας δεν θα τους πείραζε. Τόσα χρόνια ζούσαν μέσα στο μαχαλά αγαπημένοι με τους γείτονες τους, δεν χωρούσε στο νου τους αυτό, που θα τους συνέβαινε εκείνο το βράδυ. Οι υπόλοιποι της γενιάς τους από τις προηγούμενες ημέρες, όσο ακουγόταν ότι ο ελληνικός στρατός πλησίαζε ασταμάτητος στο χωριό τους, είχαν μαζέψει σε τεράστιους μπόγους ότι τους ήταν χρειαζούμενα, τα φόρτωσαν στα ζώα τους και κατευθύνθηκαν προς την Ανατολή. Ήλπιζαν ότι κάποια μέρα θα τα κατάφερναν, σύντομα, να επιστρέψουν στα σπίτια τους. Πού να ήξεραν;

  Ένα βράδυ προτού οι πρώτοι Έλληνες στρατιώτες διασχίσουν το χωριό για να φτάσουν στη Δράμα, έγινε το κακό. Η γειτονιά μας, όπως έκανε όλο το χωριό μόλις σκοτείνιαζε, κλείστηκε στα σπίτια, σφάλισε τα παράθυρα και τις πόρτες της. Αν και οι λίγοι Βούλγαροι στρατιώτες που στάθμευαν εδώ είχαν φύγει από την προηγούμενη, κανένας δεν μπορούσε να πιστέψει ακόμα τα καλά νέα που έφταναν από παντού. Ξάφνου ακούστηκαν οι κλαγγές των αλόγων, οι κλωτσιές στην πόρτα, οι φωνές της Μουγγέ, οι γδούποι στο κορμί του Καντάν, οι απειλές και το βρισίδι των δικών μας, η βίαια έξοδος των ανθρώπων και μετά... ησυχία. Αφού πέρασε λίγη ώρα, τράβηξαν οι πατεράδες μας απαλά το σύρτη, άνοιξαν με προσοχή τις πόρτες, κοίταξαν προς το σπίτι των γειτόνων μας, όλοι είχαν φύγει. Μαζεύτηκαν στην αυλή του διαλυμένου σπιτιού, όλα ένα κουβάρι, σαν να βρήκε την ευκαιρία ο χρόνια κλεισμένος θυμός στο ασκί του Αιόλου να βγει με ορμή προς τα εκεί και να μην αφήσει τίποτα όρθιο στο διάβα του. 

  Κατέβασαν το κεφάλι, γύρισαν και πάλι στα σπίτια τους, κλείδωσαν πίσω τους, η ψυχή τους πονούσε, τα μάτια των γυναικών βούρκωσαν, μπορεί να διέφεραν στην πίστη αλλά μαζί πορεύτηκαν τόσα χρόνια. Ο φόβος τους έκλεισε το στόμα, όλοι διαισθάνονταν τι θα γινόταν, καλύτερα να μην έλεγαν τίποτε, τα παιδιά τους δεν χρειαζόταν να μάθουν.

  Μα το επόμενο πρωινό η στενοχώρια τους γρήγορα έγινε χαρά και πανηγύρι. Το χωριό μας γιόρταζε επιτέλους την ελευθερία του. Σαν ψέματα μας φαινόταν! 

  Βλέπετε, στην αρχή του χρόνου το χωριό το είχαν καταλάβει οι Βούλγαροι, υπερήφανοι και αλαζόνες που πατούσαν για πρώτη φορά πόδι σε όλη την περιοχή, από το Νέστο, την Καβάλα ως τον Στρυμόνα. Μαζί τους κατέβηκαν στο χωριό και οι Εξαρχικοί από τη Μέλτζοβα! Αλλά και απ΄ αυτήν εδώ τη γειτονιά, κάποιοι βρήκαν την ευκαιρία να ταχθούν φανερά πια με το μέρος των νέων κατακτητών. Τα διαθέσιμα τρόφιμα επιτάχθηκαν, οι μερίδες που αναλογούσαν στον καθένα μας ήταν ίσα για να μην πεθάνουμε. Εκτός κι αν βουλγαρογραφόσουν, ε! τότε το σπίτι σου γέμιζε με όλα τα καλά. Οι διωγμοί ήταν στην ημερήσια διάταξη, κυρίως των γραμματιζούμενων, κάποιοι μπόρεσαν κι έφυγαν προς τη Θεσσαλονίκη για να γλιτώσουν την ίδια τη ζωή τους. Το όνειρο για Ένωση με την Ελλάδα του χωριού μας που πάντα η πλειοψηφία του είχε ελληνική συνείδηση, φαινόταν ότι έσβηνε για πάντα. Εκείνο το εξάμηνο, ήταν από τα πιο μαύρα που ζήσαμε.

  Όλα μεμιάς ξεχάστηκαν, η χαρά πλημμύριζε την ψυχή και οι πανηγυρισμοί ήταν ξέφρενοι. Από μέσα από το χωριό, περνούσαν ο ένας μετά την άλλο, οι λόχοι του στρατού μας. Το χωριό μέχρι το μεσημέρι γέμισε με τις σημαίες μας. Ανασαίναμε επιτέλους την ελευθερία και ο φόβος πέρασε στους χθεσινούς ευνοημένους της μοίρας. Ο τόπος δεν τους σήκωνε πια, έπρεπε να φύγουν. Βρέθηκαν στη λάθος μεριά της ιστορίας και έπρεπε να πληρώσουν το τίμημα. Πήραν το δύσκολο δρόμο της προσφυγιάς προς το βορρά, αποχαιρετώντας τους συγγενείς τους. Η μισή οικογένεια να αγωνίζεται για την ελληνικότητα της και η άλλη μισή να την αρνείται. Κανένας δεν έκλαψε γι' αυτούς. Όσο για τη Μέλτζοβα, αυτή σβήστηκε από το χάρτη, ήταν αδύνατον να γίνει διαφορετικά, το χωριό που κράτησε ψηλά όλα τα προηγούμενα χρόνια τη σημαία όλων αυτών που θεωρούσαν τη Βουλγαρία ως φυσικό διεκδικητή της περιοχής, ερημώθηκε.

Η εικόνα είναι δημιούργημα της τεχνητής νοημοσύνης

  Τις επόμενες ημέρες στελεχώθηκαν οι υπηρεσίες, πρώτα και καλύτερα η αστυνομία και τα σχολεία, με πρωταρχικό τους σκοπό να εκριζώσουν ότι ξένη επιρροή υπήρχε από τους ατελείωτους αιώνες της σκλαβιάς. Οι γιαγιάδες στις αυλές τους ακόμα μιλούσαν κρυφά τα γιούφτικα, με αυτήν τη γλώσσα πορεύονταν από γενιά σε γενιά. Βουλγάρικα ήτανε στην πραγματικότητα. Όλοι μιλούσαν τα γιούφτικα, αλλά η γλώσσα της εκκλησίας καθόριζε τι ήταν ο καθένας μας. Όσοι πήγαιναν στο σχολείο επί Τουρκοκρατίας, Ελληνικά μάθαιναν γιατί αυτή ήταν η γλώσσα του Ευαγγελίου, έτσι κι εμείς αισθανόμασταν πάντα Έλληνες. Στην κοινότητα, υψώθηκε η ελληνική σημαία, τα σινάφια άλλαξαν στα ελληνικά τις πινακίδες στα μαγαζιά τους, οι αστυνόμοι τριγύριζαν στις γειτονιές επιβλέποντας παντού την κατάσταση, μήπως τους είχε ξεφύγει κάτι.

  Τώρα βέβαια, με το δίκιο σας, θα με ρωτήσετε ποιοι ήταν εκείνοι, οι δικοί μας που σκότωσαν του αφελείς που νόμιζαν ότι το σπίτι τους θα το προστάτευαν οι γείτονές τους. Την αλήθεια θα σας πω, κανένας μας δεν τους είδε. Άλλοι έλεγαν ότι ήταν από κάποιους εντόπιους, που έχοντας υποστεί τον ξεφτιλισμό των Βουλγάρων ή το βάρος των ατέλειωτων χρόνων της Τουρκικής σκλαβιάς ξέσπασαν πάνω σε αυτούς τους άμοιρους ανθρώπους, που καμιά σχέση δεν είχαν με ότι γινόταν γύρω τους. Άλλοι είπαν ότι ήταν οι Θρακιώτες, που διωγμένοι κι αυτοί κακήν κακώς από τα δικά τους μέρη με το ξέσπασμα του πολέμου, ζήτησαν εκδίκηση. Ποιος ξέρει;

  Έγιναν φοβερά πράγματα τότε. Πάντα στον πόλεμο γίνονται ντροπιαστικά, που τα κρύβουν ενώ τα λίγα ηρωικά τα ξεχειλώνουν. Μακάρι να μην ήξερα ούτε από εκείνα ούτε από τα άλλα. Μα έτσι τα έγραφε η Ιστορία ότι έπρεπε να γίνουν, όπως κι έγιναν τελικά.”

  Ο Τζιότζιος χαλάρωσε στην καρέκλα του και πάλι, δίνοντας το σήμα ότι η αφήγηση του είχε τελειώσει. Κανένας δεν μίλησε αυτή τη φορά, μια βουβαμάρα σκέπασε όλο τον χώρο μέχρι που σηκώθηκε απ την καρέκλα του ο Κογκαλίδης. Αυτός ήταν ένας από τους πρώτους πρόσφυγες, παιδί ακόμα, που έφτασαν στο χωριό, πριν το 22. Η οικογένεια του βρήκε ένα εγκαταλειμμένο σπίτι, εκεί στη γειτονιά που σταμάτησε το πρωί το αυτοκίνητο με τους Τούρκους, και το κατέλαβε. Όλοι τους καλοδέχθηκαν, σίγουρα προσπαθούσαν να ξορκίσουν εκείνη τη τραγική βραδιά, που αδυνατούσε η μνήμη τους να διαγράψει. Την ιστορία πρώτη φορά την άκουγε μα κάτι επιπλέον πέρασε από το μυαλό του. Χαιρέτησε βιαστικά κι έφυγε για το σπίτι του.

  Την άλλη μέρα, ξύπνησε από τα χαράματα, στην πραγματικότητα ο ύπνος δεν τον είχε πιάσει διόλου όλη τη νύχτα. Έβγαλε το κασμά και το φτυάρι από την αποθήκη. Το δικό του σπίτι έψαχναν οι Τούρκοι. Από χρόνια σκόνταφτε σε εκείνη την πλάκα, μέσα από την εξώθυρα του σπιτιού. Ήταν ελαφριά ανασηκωμένη, ελάχιστα, ίσα που φανέρωνε ότι κάποιος την είχε βγάλει για κάποιο λόγο και την τοποθέτησε και πάλι αλλά το κουσούρι του μερεμετιού έμεινε. Άρχισε να την κτυπά με τον κασμά, έφερε και το καλέμι με τη βαριοπούλα, σήκωσε τη γειτονιά στο πόδι, η νύφη του ξύπνησε και αυτή, προσπάθησε να καταλάβει τι γινόταν, ζήτησε να περιμένουν τον άντρα της να γυρίσει απ΄ τα χωράφια το βράδυ, αυτός της έλεγε μόνο να προσέχει να μην μπει κανένας στο σπίτι τους. Η βαριά πέτρινη πλάκα χαλάρωσε, έβαλε όση δύναμη του απέμεινε μέχρι που την τράβηξε στα πλάγια. Η νύφη του μια κοίταζε να μην μπει καμιά γειτόνισσα και μια τον πεθερό της, που θαρρείς ότι ψηνόταν ολόκληρος στον πυρετό. Το χώμα φάνηκε από κάτω. Με το φτυάρι, άρχισε να σκάβει και να αδειάζει το χώμα. Σε λίγο, το σίδερο σκόνταψε σε κάτι. Έπιασε και πάλι το καλέμι, γονάτισε και άρχισε να ξύνει μ΄ αυτό το χώμα ολόγυρα. Ένα ξύλινο κουτί, σάπιο σχεδόν, μικρό με φιλντισένια στολίδια, φάνηκε. Στα χέρια του διαλύθηκε. Τρεις χρυσές λίρες Αγγλίας όλες και όλες κρύβονταν εκεί. Δεν ήταν απ΄ τους τυχερούς. Μα πώς μπορούσε να γίνει διαφορετικά; Φτωχοί άνθρωποι ήταν όσοι κατοικούσαν στο χωριό τους, ξωμάχοι της γης, όλοι τους. Είτε Έλληνες είτε Τούρκοι είτε Βούλγαροι, ο ένας μοίραζε τη φτώχεια του με τον άλλο μέχρι που στο γύρισμα του αιώνα, οι Μεγάλοι  αποφάσισαν ότι ο καθένας έπρεπε να πάρει τον δικό του δρόμο και να κλειστεί στα δικά του σύνορα. Τα σύνορα που χαράχτηκαν έπρεπε να διαγράψουν απ΄ τη μνήμη των ανθρώπων εκείνα που τους ένωναν και να μείνουν εκείνα που τους χώριζαν. Μάθαμε να μισούμε, τους έμαθαν να μας μισούν, μέχρι την ημέρα που ως Λαοί θα σταθούμε στα πόδια μας, ικανοί να μην φοβόμαστε την ίδια την ύπαρξη μας.

20-2-2019

Αυτό είναι ένα διήγημά μου, το οποίο έγραψα πριν από λίγα χρόνια και τώρα έφτασε ο χρόνος για τη δημοσίευσή του.  

Κυριακή 22 Δεκεμβρίου 2024

Καλά Χριστούγεννα!!!!!!

 

   Μαζί με τις ευχές μου για Καλές Γιορτές και κάθε ευλογία στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι σας, σας αφιερώνω και δύο από τα αγαπημένα μου ποιήματα για την ημέρα αυτή...



Η Γέννηση (Τάσος Λειβαδίτης)

Ένα άλλο βράδυ τον άκουσα να κλαίει δίπλα.
Χτύπησα την πόρτα και μπήκα.
Μου ‘δειξε πάνω στο κομοδίνο ένα μικρό ξύλινο σταυρό.
Είδες –μου λέει- γεννήθηκε η ευσπλαχνία!
Έσκυψα τότε το κεφάλι κι έκλαψα κι εγώ.
Γιατί θα περνούσαν αιώνες και αιώνες
και δε θα ‘χαμε να πούμε τίποτα ωραιότερο απ’ αυτό.

Χριστούγεννα ( Κωστής Παλαμάς)                                               Απόσπασμα: Να ’μουν του στάβλου έν’ άχυρο
Να ‘μουν του σταύλου έν’ άχυρο, ένα φτωχό κομμάτι
την ώρα π’ άνοιγ’ ο Χριστός στον ήλιο του το μάτι.
Να ιδώ την πρώτη του ματιά και το χαμόγελό του,
το στέμμα των ακτίνων του γύρω στο μέτωπό του.
Να λάμψω από τη λάμψη του κι’ εγώ σαν διαμαντάκι
κι’ από τη θεία του πνοή να γίνω λουλουδάκι.
Να μοσκοβοληθώ κι’ εγώ από την ευωδία,
που άναψε στα πόδια του των Μάγων η λατρεία.
Να ‘μουν του σταύλου ένα άχυρο ένα φτωχό κομμάτι
την ώρα π’ άνοιγ’ ο Χριστός στον ήλιο του το μάτι.
Κάλαντα του Νικηφόρου Λύτρα


Τετάρτη 11 Δεκεμβρίου 2024

Μισιρλού

  Ένα από τα αγαπημένα μου τραγούδια είναι το Μισιρλού. Η πρώτη φορά που το άκουσα, ήταν από την Γλυκερία, κάπου στη δεκαετία του 90. Την ίδια εποχή άκουσα και την απίστευτη  διασκευή του στην ταινία του Κουέντιν Ταραντίνο, Pulp Fiction ( 1994). Αργότερα ψάχνοντας, έμαθα πολλά περισσότερα για την μακριά διαδρομή αυτού του τραγουδιού, τις παρεξηγήσεις που υπάρχουν σχετικά με την καταγωγή του, τις πάμπολλες διαφορετικές εκτελέσεις του, τα οποία θα ήθελα να μοιραστώ μαζί σας. 
  Μισιρλού σημαίνει Αιγύπτια. Είναι γνωστό για τους παλαιούς το Μισίρι,  όπως λένε στα Αραβικά την Αίγυπτο.
  Το τραγούδι μιλάει λοιπόν για μια νεαρή Αιγύπτια, με την οποία είναι κεραυνοβολημένος κάποιος νεαρός, πιθανότατα ξένος:  

Μισιρλού μου, η γλυκιά σου ματιά φλόγα μ’ έχει ανάψει μες στην καρδιά αχ, γιαχαμπίμπι, αχ, γιαλελέλι, αχ τα δυο σου χείλη στάζουνε μέλι, αμάν αμάν Μισιρλού τρέλα θα μ’ έρθει, δεν υποφέρω πια αχ, θα σε κλέψω μέσα στην Αραπιά αμάν Μισιρλού μαυρομάτα Μισιρλού μου, τρελή τη ζωή μου αλλάζω μ’ ένα φιλί αχ, γιαχαμπίμπι, μ’ ένα φιλάκι, αχ απ’ το δικό σου το στοματάκι, αμάν αμάν Μισιρλού τρέλα θα μ’ έρθει, δεν υποφέρω πια αχ, θα σε κλέψω μέσα απ’ την Αραπιά αμάν Μισιρλού

  Το τραγούδι πρώτη φορά ηχογραφήθηκε στην Αμερική το 1927, στα στούντιο της Columbia, σε μουσική του Νίκου Ρουμπάνη και εκτέλεση του Τέτου Δημητριάδη. Ο Νίκος Ρουμπάνης καθώς είχε θητεύσει ως αρχιμουσικός στην  Αίγυπτο, πιθανότατα το έγραψε εκεί. Σίγουρα όμως παιζόταν και παλαιότερα απλώς αυτή είναι η επίσημη πρώτη εκτέλεση του τραγουδιού, την οποία μπορείτε να ακούσετε παρακάτω:


  Το 1941 ο Ρουμπάνης τη διασκευάζει σε μια πιο οριεντάλ και τζαζ εκδοχή, πολύ πιο κοντά στην εκδοχή, που όλοι γνωρίζουμε ως σήμερα: 

  Το τραγούδι το διεκδικούν και άλλοι λαοί, Άραβες, Πέρσες, Τούρκοι και Εβραίοι. Επίσημα όμως μετράει η πρώτη καταγεγραμμένη εκτέλεση του κι αυτή είναι ελληνική. Άποψη μου είναι σήμερα το τραγούδι ανήκει στην παγκόσμια πολιτιστική κληρονομιά κι αυτό θα γίνει εμφανές παρακάτω στην εγγραφή μου. Αξίζει όμως να ανεβάσω μια αραβική εκτέλεση του τραγουδιού, από τον Λίβανο, του 1948:


  Παραδόξως στην ελληνική δισκογραφία, ως πρώτη εκτέλεση αναφέρεται αυτή της Σοφίας Βέμπω, το 1947. Σημαντική καλλιτέχνης μας, για την οποία σκοπεύω να κάνω αργότερα ένα αφιέρωμα, αλλά και οι πολλές ηχογραφήσεις ελληνικών τραγουδιών, κάθε είδους, της Αμερικής στις αρχές του εικοστού αιώνα, ανήκουν στη δισκογραφία μας. 
  Αυτό βέβαια δεν μειώνει την αξία της Βέμπω, ειδικά όταν τραγουδά τη Μισιρλού, στο οποίο τραγούδι εκπέμπει έναν απίστευτο αισθησιασμό. 



  Το 1963 η Μισιρλού διασκευάστηκε για ηλεκτρική κιθάρα από τον Ντικ Ντέιλ, ο οποίος  είχε λιβανέζικη καταγωγή, κι έτσι το τραγούδι ήρθε σε επαφή με το νεανικό κοινό των ΗΠΑ. Η εκτέλεση του Ντέιλ είναι αυτή που ακούγεται και στην ταινία του Pulp Fiction (1994).


  Το 2004 επιλέχθηκε ως ένα από τα πιο γνωστά ελληνικά τραγούδια για την τελετή λήξης των Ολυμπιακών Αγώνων και τραγουδήθηκε από την Άννα Βίσση.


  Το 2006 η εκτέλεση του Ντέιλ έγινε η βάση της ραπ εκδοχής του τραγουδιού από τους Black Eyed Peas, Pump it.


   Από κει και πέρα υπάρχουν αμέτρητες εκτελέσεις, ορχηστρικές και τραγουδιστικές, από πολλούς μουσικούς διαφόρων χωριών. Μια αναζήτηση στο youtube θα σας πείσει αλλά και αξίζει να αφιερώσετε λίγο χρόνο από τον διαθέσιμό σας, για να απολαύσετε ακόμα περισσότερο αυτό το υπέροχο κομμάτι. Κλείνω το αφιέρωμα μου αυτό στην περίφημη Μισιρλού, με την πολύ ιδιαίτερη φωνή της Βιολέτας Ίκαρη.


(δυστυχώς το παραπάνω βίντεο έχει ασυγχρονία ήχου - εικόνας, ας μείνουμε στην φωνή της Ίκαρη)


Κυριακή 1 Δεκεμβρίου 2024

ΑΤΙΜΩΣΗ του J.M. COETZEE

  Υπό κανονικές συνθήκες δεν θα είχα τίποτα να πω για ένα τέτοιο μυθιστόρημα. Μέχρι του σημείου εκείνου, που η πρωταγωνίστρια του παραδίδεται αμαχητί, σε μία αρρωστημένη αντίληψη (κατ΄εμέ), ότι πρέπει κι εκείνη να πληρώσει το τίμημα όλης της φρικτής πολιτικής του απαρτχάιντ, που άσκησαν οι λευκοί Νοτιο Αφρικανοί συμπατριώτες της έναντι των μαύρων κατοίκων της χώρας τους. Και η παράδοσή της, άνευ όρων, σε αυτήν της την αντίληψη, μου είναι σε τέτοιο σημείο αδιανόητη, που δεν θα διστάσω να πω ότι εξοργίστηκα με τον πολυβραβευμένο - και κάτοχο του Νόμπελ -  Τζων Μάξουελ Κουτσί, που επέλεξε η πρωταγωνίστρια του, η Λούσι, να λειτουργήσει με αυτόν τον τρόπο. Εκφράζει μια λάθος αντίληψη, όπου για το "συλλογικό κακό" πρέπει να τιμωρηθεί κάθε ένα άτομο, ανεξαρτήτως αν συμμετείχε ή όχι στα εγκλήματα του καθεστώτος, που κυριάρχησε στην Νότιο Αφρική για σαράντα τρία ολόκληρα χρόνια.

  Το μυθιστόρημα γράφτηκε πριν από 25 χρόνια, λίγα χρόνια μετά την κατάργηση του απαρτχάιντ στη Νότια Αφρική. Ένα ιδιαίτερο πολιτικό καθεστώς, όπου επέβαλε των διαχωρισμό των ανθρώπων ανάλογα της φυλή τους, σε συγκεκριμένες γεωγραφικές περιοχές, μέσα στη χώρα τους (1948). Σταδιακά περιοριζόταν κάθε πολιτικό δικαίωμα των μη λευκών μέχρι το 1991, που το απεχθές αυτό καθεστώς διαλύθηκε μετά την υποχώρηση των ακραίων ρατσιστών και τη νίκη του Αφρικανικού Εθνικού Κογκρέσο, του οποίου ηγούνταν ο Νέλσον Μαντέλα.

  Σίγουρα είναι νωπές ακόμη οι μνήμες όσων λευκών αντιτάχθηκαν στο σκληρό καθεστώς, που διαχώριζε τους ανθρώπους της χώρας τους σε παρίες και "ευγενείς". Από εκεί και πέρα η ίδια η χώρα, η νέα πολιτική πραγματικότητα, επέλεξε να ζήσουν όλοι μαζί, με ίσα δικαιώματα, αφήνοντας πίσω από την πολιτική ιστορία του τόπου τους το παρελθόν, δίχως ρεβανσισμούς και αχρείαστες πολιτικές εμμονές. Τώρα γιατί ο συγγραφέας, επιλέγει σε αυτό του το μυθιστόρημα το αυτομαστίγωμα, δεν το καταλαβαίνω.

  Η ιστορία κινείται μεταξύ του χωρισμένου καθηγητή Ντέιβιντ Λούρι και της κόρης του Λούσι. Ο πατέρας έχει χάσει τον ενθουσιασμό του για τη διδασκαλία νιώθει όμως ευτυχισμένος με την εβδομαδιαία του συνεύρεση με μία ιερόδουλη. Μέχρι την ημέρα, που ερωτεύεται μια φοιτήτρια του. Ο τρόπος που την κατακτά δεν είναι πολύ κανονικός, το σκάνδαλο δεν αργεί να ξεσπάσει, αυτός παραδίδεται αμαχητί στις κατηγορίες που του προσάπτονται και διώκεται από το Πανεπιστήμιο. Αποφασίζει να πάει για λίγο στην κόρη του, την Λούσι, η οποία ζει αποκομμένη σε ένα αγρόκτημα, φυλάσσοντας σκύλους. Κι εκεί βλέπουμε ότι η Λούσι, ζει μια ζωή που σίγουρα δεν της ταιριάζει, το παραβλέπουμε όμως αυτό, ενήλικη είναι όπως της αρέσει. Ως τη στιγμή που βιάζεται από μία ομάδα βίαιων, νεαρών μαύρων. Κι εδώ αρχίζουν τα περίεργα. Αρχικά αρνείται να καταγγείλει το γεγονός, στη συνέχεια έγκυος (απόρροια του βιασμού) παραδίδεται στον μαύρο, φαλλοκράτη γείτονά της, ήδη παντρεμένο με παιδιά, δεχόμενη να γίνει μια από συζύγους του, για να έχει την προστασία του.

  Η Λούσι έχει την δυνατότητα να τα αφήσει όλα αυτά πίσω και να ζήσει στην Ολλανδία, μιας κι έχει Ολλανδική υπηκοότητα, με κάθε ελευθερία στον τρόπο ζωής της, αλλά το αρνείται. Παραδίδεται αμαχητί σε μια μοίρα, την οποία προσωπικά εγώ, αδυνατώ να καταλάβω.

  Το μυθιστόρημα Ατίμωση του Κουτσί διαπνέεται από μια διάχυτη απαισιοδοξία, όχι μόνο για τους δύο πρωταγωνιστές του αλλά και για το μέλλον της χώρας τους. Μια ανεξήγητη παραίτηση από την ζωή και του πατέρα και της κόρης. Δεν ξέρω, ίσως ήθελε να δείξει, πόσο οδυνηρή ήταν τελικά για τους λευκούς η κατάργηση του απαρτχάιντ; Γιατί αυτό που εκ πρώτη όψεως εξάγεται, ότι και οι λευκοί έπρεπε να πληρώσουν το δικό τους τίμημα στην ιστορία, εγώ δεν το αντιλαμβάνομαι καθώς η ίδια η χώρα δεν λειτούργησε με αυτόν τον τρόπο. Κι εδώ φάνηκε το μεγαλείο και η πολιτική ωριμότητα του Νέλσον Μαντέλα, που ηγήθηκε της ειρηνικής μετάβασης της χώρας προς τη Δημοκρατία.

  Και το τελικό ερώτημα για να μην παρεξηγηθώ:

 Οφείλει η λογοτεχνία να είναι πάντα εύπεπτη, με ωραίο τέλος κλπ.; 

  Όχι βέβαια, αλλά από την άλλη  έχω το δικαίωμα σε μια εποχή που η κατάκτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων είναι ένα από τα βασικά προτάγματα στον Δυτικό κόσμο, να οριοθετώ τις αντιλήψεις, και στη λογοτεχνία, όπου έστω κι αν η παραίτηση των δικαιωμάτων αυτών γίνεται οικειοθελώς, για εμένα να μην αποτελεί επιλογή!

Πέμπτη 21 Νοεμβρίου 2024

Μάνος Χατζιδάκις (τρία τραγούδια)

  Ένας από τους σημαντικότερους συνθέτες της πατρίδας μας ήταν ο Μάνος Χατζιδάκις. Μαζί με τον Μίκη Θεοδωράκη αναδημιούργησαν την ελληνική μουσική σε τέτοιο βαθμό, που θεωρώ δύσκολο το έργο τους να μην επηρεάζει τη μουσική σκηνή της χώρας μας για πολλά χρόνια ακόμα. Τα αγαπημένα τραγούδια του Χατζιδάκι είναι πάμπολλα και σίγουρα θα χρειαζόμουν πολλές εγγραφές για να τα παρουσιάσω όλα. 
  Αντί λοιπόν να χαθώ στο ανεξάντλητο έργο του ή την συναρπαστική βιογραφία του, σήμερα θα σταθώ σε τρία μόνο τραγούδια του.  Aπό τα παλαιότερα του, από την εποχή του Νέου Κύματος, αυτά τα οποία με σημάδεψαν στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 70, τότε που τα άκουσα για πρώτη φορά. 

   Ξεκινώ με το: Ένα μύθο θα σας πω, σε στίχους τους Σταύρου Θρασυβούλου, στην πρώτη του εκτέλεση από την χαρακτηριστική φωνή του Γιώργου Μούτσιου και της Νάνα Μούσχουρη. Το τραγούδι αυτό ακούστηκε για πρώτη φορά στη θεατρική παράσταση Λυσιστράτη του 1958  και ηχογραφήθηκε το 1961. Αγαπήθηκε ιδιαιτέρως και τα επόμενα χρόνια, κυρίως τη δεκαετία του 70, ακολούθησαν πολλές επανεκτελέσεις του.  


  Το επόμενο τραγούδι είναι το γνωστό: Στην ποταμιά σωπαίνει το κανόνι. Από την αντιπολεμική θεατρική παράσταση Παραμύθι χωρίς όνομα, που έγραψε ο Ιάκωβος Καμπανέλλης  το   1959  (οι στίχοι του τραγουδιού είναι κι αυτοί δικοί του) και τραγουδήθηκε από τον Λάκη Παππά. Ιδιαίτερα αγαπητό σε μένα αυτό το τραγούδι, μιας και μου θυμίζει στη συμμετοχή μου στην παράσταση του έργου αυτού, που ανεβάσαμε ως μαθητές της Γ' Λυκείου, στο μικρό μας νησί.


  Το τελευταίο τραγούδι είναι το: Ένας Ιρλανδός κι ένας Ιουδαίος σε στίχους του Νίκου Γκάτσου και με πρώτη εκτέλεση αυτή του Γιώργου Ρωμανού (1965). Το τραγούδι ανήκει στον κύκλο τραγουδιών του Μάνου Χατζιδάκι, γνωστούς ως Μυθολογία. Όπως λέει ο ίδιος, μαζί με τον Γκάτσο, θέλησαν να φέρουν μία επανάσταση στην πατρίδα μας. Όχι με τανκς αλλά με τον λόγο και τη μουσική. Και για να γίνει αυτό έπρεπε να γραφτούν νέοι μύθοι, έργο που ανέλαβε ο Γκάτσος και "μουσική υπόκρουση" του μεγάλου μας συνθέτη.


  Κλείνοντας, θα σας προκαλέσω, μπορείτε να απαντήσετε στα σχόλια αν θέλετε, ποια είναι τα αγαπημένα σας τραγούδια του μεγάλου μας συνθέτη, του Μάνου Χατζιδάκι; Γιατί πιστεύω, ότι σίγουρα κάποια υπάρχουν βαθιά ριζωμένα στην καρδιά σας!
Ειλικρινά, περιμένω με ενδιαφέρον τις απαντήσεις  σας!




Δευτέρα 11 Νοεμβρίου 2024

Αλίμονο σε αυτούς που φεύγουν...


serifos
Image by Hans-Peter Muckenschabel from Pixabay

  Καθώς οι στροφές της μηχανής  έπεφταν, το πλοίο έκοβε σταθερά ταχύτητα. Ο Άλκης στεκόταν ψηλά στο κατάστρωμα κοιτάζοντας τη θέα του νησιού του, το οποίο πριν λίγα χρόνια είχε βίαια εγκαταλείψει. Απέναντι στην στεγνή πλαγιά άσπριζε το μοναδικό μεσόγειο χωριό ενώ στα δεξιά του ο λιμενοβραχίονας οριοθετούσε το χώρο δημιουργώντας μια αίσθηση ασφάλειας και οικειότητας. Στον μεγάλο, γαλήνιο κόλπο δεκάδες σκάφη διαφόρων μεγεθών απολάμβαναν τον ήλιο, ο οποίος ετοιμαζόταν να βυθιστεί πίσω από την γραμμή του ορίζοντα, στo πέλαγος μακριά για μία ακόμη φορά.  

  Η καλοκαιρινή ζέστη του δειλινού ήταν έντονη μα η θαλασσινή αύρα τον έκανε να αισθάνεται καλά. Η ματιά του εξερευνούσε όλο το μήκος της μικρής πόλης, που απλωνόταν δίπλα στο λιμάνι. Κάθε γωνιά της του ήταν οικεία, γεμάτη αναμνήσεις. Όμορφες αναμνήσεις μα και οδυνηρές, γεγονότα που τον έδιωξαν κάποτε από εκεί.

  Λίγα μέτρα χώριζαν το πλοίο από την αποβάθρα κι έπρεπε να ετοιμαστεί για την αποβίβαση. Άνοιξε το κινητό του και με μια αίσθηση ανυπομονησίας έψαξε τα μηνύματα. Κανένα νεότερο, ξαναδιάβασε το τελευταίο για μια ακόμη φορά: "Φτάνει στο τέλος του μήνα. Πρέπει να βιαστείς. Δεν υπάρχει πια χρόνος". Κάθε λέξη φαινόταν να ηχεί σαν καμπάνα μέσα του, δίχως να γνωρίζει την πραγματική σημασία του. Το μόνο που διαισθανόταν ότι έπρεπε να κάνει, ήταν να γυρίσει στο νησί του.

  Πήρε μια βαθιά ανάσα. Το είχε διαβάσει άπειρες φορές κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του προς το νησί. Μια διαλυμένη σχέση από το παρελθόν, η αμφιταλάντευση ανάμεσα στην επιθυμία του επιστρέψει στο νησί και τον πόνο που ακόμα σκίαζε την ψυχή του, η αιφνίδια απόφαση να ταξιδέψει  χωρίς ακόμη να έχει κατανοήσει το γιατί, η αποτυχία μέχρι τώρα να βάλει σε μια σειρά τη ζωή του, όλα αυτά τον αποσυντόνιζαν, εμποδίζοντάς τον τοποθετήσει τις σκέψεις του μα και τη ζωή του σε ένα λογικό πλαίσιο. Έβαλε το κινητό στην τσέπη και κινήθηκε προς την έξοδο. Από την μια αβέβαιος ακόμα αναρωτιόταν για τα επόμενα βήματά του, το μήνυμα κάπου ήθελε να τον οδηγήσει αλλά ουσιαστικά δεν του έλεγε τίποτε, συγχρόνως όμως ένιωθε την υπέροχη γαλήνη του νησιού, του δικού του τόπου να τον αγκαλιάζει εκείνη τη στιγμή.

   Περπάτησε αργά προς το κέντρο του λιμανιού, όπου οι ήχοι της μικρής του πατρίδας γλύκαναν προς στιγμή την ψυχή του. Οι ψαράδες φώναζαν ο ένας στον άλλο, τα παιδιά έτρεχαν φωνάζοντας στην αμμουδιά και οι μυρωδιές από τις ταβέρνες του νησιού αναμειγνύονταν με την αλμύρα της θάλασσας. Όσο κι αν είχε προσπαθήσει να το αρνηθεί, αυτός ήταν ο τόπος του. 

   Κάθε βήμα του τον έφερνε πιο κοντά στην αλήθεια που έπρεπε να αντιμετωπίσει. Όταν το βλέμμα του έπεσε σε μια ταβέρνα, γνώριμή του από τα παλιά, η καρδιά του χτύπησε δυνατά. Ήξερε ότι εκεί μέσα θα έβρισκε τις απαντήσεις που τόσο καιρό έψαχνε. Έριξε ένα τελευταίο βλέμμα προς τις ειδυλλιακές εικόνες του λιμανιού και μπήκε μέσα. 

  Ο Άλκης κάθισε σε ένα τραπέζι κοντά στο παράθυρο κι έριξε μια γρήγορη ματιά μήπως κι έβλεπε το πρόσωπο που ήθελε να συναντήσει. Δεν την είδε αλλά ήταν σίγουρος ότι ήταν ακόμη εκεί. Μετά από λίγο από την είσοδο μια γυναίκα μπήκε μέσα, με τα μαλλιά της να αναδεύονται από το αεράκι. Ήταν η Κατερίνα, τίποτε δεν είχε αλλάξει πάνω της, η κολλητή του από τα παιδικά χρόνια. Οι ματιές τους συναντήθηκαν και για μια στιγμή βαριά σιωπή απλώθηκε γύρω τους.

  "Το ήξερα ότι μια μέρα θα επέστρεφες!" είπε η Κατερίνα, με φωνή που έτρεμε ελαφριά.

  "Είσαι ο μόνος δικός μου άνθρωπος εδώ...", απάντησε ο Άλκης, με την καρδιά του να χτυπά δυνατά. 

  Κάθισε δίπλα του, στην αρχή με δυσκολία ανταποκρίνονταν σε όσα ο ένας ήθελε να μάθει για τον άλλο, μα όσο η ώρα περνούσε ο κόμπος στον λαιμό τους λυνόταν μέχρι που οι λέξεις άρχισαν να ξεχύνονται σαν χείμαρρος. Μίλησαν για τα νεανικά όνειρά τους, τα λάθη, την προδοσία και την απώλεια του χρόνου. Καθώς η συζήτηση βάθαινε, ο Άλκης αισθάνθηκε ότι το χάος στο μυαλό του  άρχιζε να ξεκαθαρίζει. Ο Άλκης ένιωσε την πίεση μέσα του να χαλαρώνει, τη βεβαιότητα ότι αυτή η συνάντηση ήταν η ευκαιρία του για ένα νέο ξεκίνημα, που τόσο χρειαζόταν στη ζωή του.

  "Πες μου, μην σταματάς," της είπε, "έχω ανάγκη να ακούσω όλη την αλήθεια."

  Η Κατερίνα άρχισε να αφηγείται τα γεγονότα που είχαν συμβεί όλα αυτά τα χρόνια. Όσο μιλούσε, ο Άλκης αισθανόταν τον χρόνο να διαλύεται. Τα λόγια της τον πλήγωναν για μία ακόμη φορά αλλά συγχρόνως η φωνή της έφτανε στα αυτιά του σαν μια γλυκιά μελωδία που έγιαινε σιγά-σιγά τις πληγές του παρελθόντος.

  "Μετά την αναχώρησή σου" είπε, "τα πράγματα έγιναν δύσκολα. Οι περισσότεροι πίστευαν ότι θα χανόσουν για πάντα. Κάποιοι λίγοι έδιναν μια ευκαιρία στην επιστροφή σου. Μεταξύ αυτών κι εγώ!"  

   Ο Άλκης ένιωθε την ενοχή να τον πνίγει, αλλά ήταν έτοιμος να ακούσει. "Δεν ήθελα να φύγω, Κατερίνα. Έπρεπε να το κάνω, ο τόπος ξαφνικά είχε γίνει πολύ μικρός, με έπνιγε, έφυγα για να γλιτώσω αλλά τελικά πουθενά δεν μπόρεσα να ησυχάσω."

   "Το ξέρω!", είπε εκείνη. "Ήμουν η μόνη που ήξερα!. Το πόσο την αγαπούσες από τότε που ήμαστε παιδιά, το σύντομο δέσιμό σας και το λάθος της το οποίο ποτέ δεν μου αρνήθηκε, η δική σου οργή και η δική της απογοήτευσηη πτώση της στα χέρια εκείνου που απλώς την περιέφερε ως τρόπαιο στο νησί. Την πράξη της εκείνη εσύ την θεώρησες ως προδοσία, και ήταν, αλλά από την άλλη πώς μπόρεσες να βάλεις στην άκρη όλη εκείνην την αγάπη που νιώθατε ο ένας για τον άλλο; Δεν σβήνουν εύκολα αυτά τα συναισθήματα. Το ξέρεις πολύ καλά αυτό όπως το ήξερε κι εκείνη."

 "Φοβόμουν, ήμουν αδύναμος, τόσο μικρός απέναντι της, ενώ εκείνη έφερνε βόλτα μόνη της όλο το νησί. Δεν το άντεχα αυτό!"

  Οι λέξεις που αντάλλαξαν τον χτύπησαν βίαια, σαν ξύπνημα από το τέλμα στο οποίο είχε χαθεί και για πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό, ένιωσε την επιθυμία να κερδίσει τον χαμένο χρόνο, ένιωθε έτοιμος να δώσει την μάχη, που όφειλε να είχε κάνει πριν από χρόνια.  

  "Και η Μαρία;" ρώτησε τολμώντας επιτέλους να πει το όνομά της ενώ η καρδιά του χτυπούσε δυνατά. "Πώς είναι; Τι κάνει σήμερα;"

  Η Κατερίνα τον κοίταξε για λίγο. Το βλέμμα της σκοτείνιασε.  

"Η Μαρία έφυγε… πριν από δύο μέρες. Όλα αυτά που της συνέβησαν, ο γάμος της που διαλύθηκε με επώδυνο τρόπο, η μοναξιά που βίωνε όλον αυτόν τον καιρό, οι μνήμες των ευτυχισμένων χρόνων που δεν την άφηναν να ησυχάσει, το κλείσιμο στον εαυτό της και η άρνηση της για οποιαδήποτε βοήθεια, η εγκατάλειψη του εαυτού της, δεν άντεξε. Έξω από το σπίτι της έπεσε, εγκεφαλικό είπε ο ιατρός, δεν ξανασηκώθηκε."  

  Το νέο τον συγκλόνισε. Η Μαρία, η πρώτη του αγάπη, η μοναδική του αγάπη, είχε φύγει. Συνειδητοποίησε ότι δεν είχε προλάβει να της πει αντίο για λίγες μόλις ώρες. Αν δεν άφηνε τις μέρες να κυλίσουν αναποφάσιστος από τότε που πήρε το μήνυμα στο κινητό του,  ίσως όλα είχαν εξελιχθεί διαφορετικά. 

 "Λυπάμαι!” ψέλλισε. "Δεν... δεν ήξερα! Δεν το φανταζόμουν καν!"

  Η νύχτα προχωρούσε και η ταβέρνα γέμιζε με γέλια και τραγούδια. Η Κατερίνα στα σύντομα διαλείμματά της, καθόταν δίπλα του λέγοντάς του λόγια υποστήριξης.  

  "Πρέπει να κάνεις κάτι!" του είπε. "Να επιστρέψεις στην Μαρία, στην μνήμη της. Να της πεις όσα κρατάς μέσα σου."

  Έπρεπε να σκεφτεί σοβαρά την πρόταση της Κατερίνας. Το μυαλό του άρχισε να συνθέτει εικόνες από το παρελθόν, όταν νεαροί ανέμελα διασκέδαζαν, εκείνη εκθαμβωτική, η ψυχή της παρέας, ενώ αυτός έστεκε δίπλα της τόσο μα τόσο μικρός έστω κι αν την αγαπούσε με όλο του το είναι. Γι΄ αυτό τον απάτησε;  Γι΄ αυτό δεν μπόρεσε να την διεκδικήσει και πάλι;

  "Έχεις δίκιο!" είπε τελικά με αποφασιστικότητα. "Θα βρω τον τρόπο να την τιμήσω. Και εσύ, Κατερίνα, είσαι η μόνη που ήξερες την αλήθεια και από τις δύο πλευρές. Θέλω να είσαι δίπλα μου!"

  "Ήμουν κάτι παραπάνω από την καλύτερή σου φίλη, μην το ξεχνάς!" και οι δυο τους αντάλλαξαν ένα χαμόγελο. Το πρώτο του μετά από καιρό.

  Μετά τα μεσάνυχτα, όταν η κίνηση αραίωσε στο μαγαζί, βγήκαν έξω με το φως του φεγγαριού να τους καθοδηγεί. Καθώς περπατούσαν κατά μήκος του λιμανιού το κύμα χτυπούσε απαλά στο τσιμέντο και σε συνδυασμό με τους ήχους του νησιού δημιουργούσαν μια μαγευτική μελωδία. Η γνώριμοι αυτοί ήχοι κατέκλυσαν τον Άλκη με αισθήματα συγκίνησης αλλά και μια αίσθηση ελευθερίας. Όλα όσα είχε αφήσει πίσω, όλα όσα είχε φοβηθεί, τώρα φάνταζαν ανώδυνα.

  "Πού πάμε;" ρώτησε η Κατερίνα, κοιτάζοντας τον με περιέργεια.

  "Στην παραλία!" απάντησε ο Άλκης. "Εκεί που μας άρεσε να καθόμαστε τα βράδια. Σίγουρα εκεί τριγυρίζει η ψυχή της αυτήν την ώρα."

  Το φεγγάρι έριχνε το ασημένιο φως του πάνω στην άμμο. Μόνο το σκάσιμο των αδύναμων κυμάτων ακούγονταν. Όταν έφτασαν, ο Άλκης ένιωσε τη  θάλασσα να τον καλεί. Στάθηκε απέναντί της ενώ το μυαλό του, η ψυχή του, η καρδιά του, γέμιζαν με την παρουσία της Μαρίας. Έκλεισε τα μάτια του και άφησε τις αναμνήσεις να τον πλημμυρίσουν.

  "Μαρία!" ψιθύρισε, "είσαι εδώ;"

  Η Κατερίνα στεκόταν δίπλα του, με μια έκφραση κατανόησης. 

  Ανάπνευσε βαθιά, προσπαθώντας να εστιάσει στα όσα είχε να πει. "Ήθελα να σου πω… ότι λυπάμαι. Λυπάμαι που δεν ήμουν εκεί όταν με χρειαζόσουν. Για το φευγιό μου! Δεν άντεχα να σε βλέπω πια... Ο εγωιστής εαυτός μου πρόδωσε την αγάπη που πάντα ένιωθα για σένα... συγνώμη!"

  Η θάλασσα φαινόταν να του απαντά, με κύματα που σκαρφάλωναν στην ακτή, σαν να τον ενθάρρυναν να προχωρήσει. "Αλλά τώρα, θέλω να ξέρεις ότι πάντα σε κουβαλούσα στην καρδιά μου. Δεν σε ξέχασα ποτέ. Ούτε για μια στιγμή!"

  Η Κατερίνα, νιώθοντας την έντασή του, του έπιασε τον ώμο με μια κίνηση που όριζε ότι έπρεπε να συνεχίσει. 

  Ενθαρρυμένος από την παρότρυνση της Κατερίνας, έκανε μερικά ακόμα βήματα μέχρι που το νερό έβρεξε τα πόδια του, σαν να μια πράξη εξιλέωσης απ΄ όσα τον βάραιναν. "Μαρία, αν με ακούς… θέλω να ξέρεις ότι ήσουν πάντα η πηγή της χαράς μου. Κάθε στιγμή που περάσαμε μαζί ήταν ένα δώρο, το οποίο ποτέ δεν εκτίμησα όσο έπρεπε."

  Η θάλασσα απαντούσε με τον απαλό παφλασμό της και ο Άλκης ένιωθε την καρδιά του να ηρεμεί. "Ήσουν το φως που με καθοδηγούσε, και τώρα που είμαι εδώ, το μόνο που ζητώ είναι να κρατήσω ζωντανές τις αναμνήσεις μας. Να σου ζητήσω συγνώμη, για την αδυναμία μου, τη φυγή μου, που σε άφησα, που δεν πάλεψα για σένα!"

  Αντίκρυ του το φεγγάρι σαν να είχε λαμπρύνει ακόμη περισσότερο και τότε για μια ελάχιστη στιγμή μόνο, εμφανίστηκε εκείνη να του χαμογελάει. Η ψυχή του πλημμύρισε γαλήνη. Δεν λάθεψε, ήταν εκεί, πιστή στις παλιές τους συνήθειες.

  Η Κατερίνα στεκόταν δίπλα του, έτοιμη να τον στηρίξει. "Πρέπει να φύγουμε!" του είπε τελικά. "Έκλεισε ένα κεφάλαιο της ζωής σου και οφείλεις να ανοίξεις το επόμενο, τώρα!"

  Ο Άλκης γύρισε προς την Κατερίνα. "Ναι! Έχεις δίκιο! Ας επιστρέψουμε."

  Στη μέση του δρόμου της επιστροφής η Κατερίνα τον πήρε στην αγκαλιά της, εκείνος αφέθηκε τελείως. Τον πλησίασε ζητώντας τα χείλη του κι εκείνος ανταποκρίθηκε.

"Είμαστε ακόμη εδώ..."

"Η ζωή δεν περιμένει. Το έχω πάρει το μάθημά μου!"

  

Η παραπάνω ιστορία είναι εμπνευσμένη από το συγγραφικό δρώμενο του Giannis Pit, με τίτλο: Μια ιδέα - Μια έμπνευση, 3ος κύκλος

  Η αρχική ιδέα ήταν:  Φτιάξε μια ιστορία με το παρακάτω κείμενο: "Ο θόρυβος των μηχανών ελαττώθηκε. Οι στροφές έπεφταν καθώς το πλοίο ήδη έκοβε ταχύτητα. Έστεκε ψηλά στο κατάστρωμα, το θαλασσινό αγέρι ανέμιζε τα μαλλιά του/της. Στα δεξιά ο μεγάλος λιμενοβραχίονας του λιμανιού οριοθετούσε το λιμάνι. Ένα λιμάνι μεγάλο, όμορφο. Στα δεξιά δεμένα, σαν πολύχρωμα στολίδια διάφορα σκάφη και στα αριστερά στο κέντρο, ο άδειος χώρος για τον οποίο το πλοίο που τον/την μετέφερε ήδη είχε βάλει ρότα. Η καλοκαιρινή ζέστη του δειλινού ήταν εμφανής και η υγρασία μούσκευε το κορμί του/της. Άπλωσε το βλέμμα του/της σε όλο το μήκος του λιμανιού. Ένα υπέροχο καρτ-ποστάλ ήταν ζωγραφισμένο στα μάτια του/της. Λίγα μέτρα χώριζαν το πλοίο από την αποβάθρα και έπρεπε να ετοιμάζεται για την αποβίβαση. Άνοιξε το κινητό του/της. Έψαξε τα μηνύματα, στάθηκε στο τελευταίο και διάβασε προσεκτικά: “Φτάνει στο τέλος του μήνα. Πρέπει να βιαστείς. Δεν υπάρχει πια χρόνος” Πήρε μια βαθιά ανάσα. Το είχε διαβάσει άπειρες φορές στη διαδρομή προς το νησί. Έβαλε το κινητό στην τσέπη και κινήθηκε προς την έξοδο. Ένιωθε τόσο παράξενα. Οι σκέψεις έρχονταν να πλημμυρίσουν το μυαλό του και έδεναν με την υπέροχη γαλήνη του νησιού..."

Φίλε Γιάννη σε ευχαριστώ, για την ευκαιρία που μας δίνεις να γράφουμε πράγματα πέρα από αυτά που καταρχήν έχουμε στο μυαλό μας.

Μίμης Πανάρετος, ο Καρπάθιος καλλιτέχνης...

    Ο Μίμης για μας που τον γνωρίζουμε από παλιά, είναι ένας άνθρωπος με αβίαστη καλλιτεχνική φλέβα, η οποία εκδηλώνεται σε πολλά επίπεδα. ...