Ποτέ δεν του άρεσαν οι πόλεις. Ειδικά οι μεγαλουπόλεις με τις αχανείς διαδρομές και τους ουρανοξύστες που σου κρύβουν τον ορίζοντα. Και στην τηλεόραση που τις έβλεπε, ενώ οι υπόλοιποι της παρέας εκστασιάζονταν αυτός μαζευόταν σφιχτά, σαν να προστάτευε τον εαυτό του από την πολυκοσμία, το ψυχρό φως των λαμπτήρων και την τραχύτητα της.
Παιδί του χωριού ήταν, ενός μικρού ορεινού χωριού της Μακεδονίας, με ελάχιστους κατοίκους, κτηνοτρόφοι οι περισσότεροι, κάποιοι λίγοι ασχολούνταν και με την υλοτομία. Όλοι γνωρίζονταν μεταξύ τους, με το μικρό όνομα προσφωνούνταν όταν διασταυρώνονταν στα στενά σοκάκια, πολλές φορές χρησιμοποιούσαν και τα παρατσούκλια τους. Πολλούς τους ήξεραν μόνο με αυτό, το οποίο με την αναπάντεχη γλωσσική τους ευπλαστία, τους φόρτωναν απολύτως εύστοχα οι συγχωριανοί τους. Αυτόν, όλοι τον ήξεραν ως το "Φτερούι".
Μόνο όταν έφυγε από το χωριό του, τότε επιτέλους ευτύχησε να ακούσει το όνομά του, Νίκο τον έλεγαν, ολοκάθαρα να βγαίνει από τα στόματα των συνομιλητών του.
Λιανός και αδύναμος ήτανε, καμιά σχέση με τα άλλα γεροδεμένα αγόρια του χωριού, φτερό στον άνεμο που συχνά πυκνά σήκωνε και τις πέτρες στην περιοχή τους, αυτός ήτανε το φτερό που σίγουρα με το πρώτο φύσημα θα χανόταν από εκεί, όλοι το ήξεραν, πρώτα πρώτα αυτός ο ίδιος, ότι δεν ήταν γεννημένος για να βιοποριστεί στη σκληρή ζωή του βουνού.
Τα γράμματα ήταν η μόνη διέξοδός του, αυτά έβαλε στη ζωή του από νωρίς, αυτά ήταν το εισιτήριο του για να φτιάξει ένα καλύτερο μέλλον για τον εαυτό του. Από το Γυμνάσιο ως το Λύκειο, και μετά στο Πανεπιστήμιο, παρέμενε κοντά στον τόπο του. Στο Οικονομικό πήγαινε με χαρά διότι έβλεπε ότι οι σπουδές που έκανε, του ταίριαζαν μα συγχρόνως δυσφορούσε με τη ζωή, που ήταν αναγκασμένος να υπομένει στην πόλη που σπούδαζε. Έμενε σε μία γκαρσονιέρα σε μια παλιά πολυκατοικία, κοντά στον Άη Δημήτρη, σ' ένα στενό και ανήλιαγο δρόμο, όπου τα διπλοπαρκαρισμένα αυτοκίνητα καταλάμβαναν τα μαυρισμένα από το καυσαέριο πεζοδρόμιο. Όταν η κατάσταση έφτανε στο απροχώρητο και ένιωθε ότι ο αέρας που ανάσαινε δεν τον έφτανε, ανέβαινε το κλιμακοστάσιο κι έβγαινε στην ταράτσα, όπου από την μια πλευρά μπορούσε να δει τον Θερμαϊκό και στο βάθος, πέρα από την άχνα του Αξιού, τον ασπρισμένο Όλυμπο να στέκει αγέρωχος, όμορφος, στιβαρός. Καθόταν και τον χάζευε για ώρα μέχρι που ερχόταν και πάλι στα καλά του, η θέα του και μόνο είχε τη δύναμη να τον συνεφέρνει, θυμίζοντας του πως είναι να ζεις μέσα στην καθαρότητα της αμόλυντης ατμόσφαιρας.
Πήρε γρήγορα το πτυχίο του και αμέσως μετά το στρατιωτικό βρήκε δουλειά στην Αθήνα, στο λογιστήριο μιας μεγάλης εταιρίας ως βοηθός στην αρχή. Τα λεφτά ήτανε καλά, φαινόταν ότι είχε συνηθίσει πια και την βουή της πόλης, όλα μια ιδέα είναι έλεγε ξεγελώντας πρώτα πρώτα τον εαυτό του. Όλα πήγαιναν καλά στη ζωή του, δεν άργησε να συνδεθεί και με μία κοπέλα που εργαζόταν κι αυτή στην ίδια εταιρία και μέχρι να το καταλάβει βρέθηκε παντρεμένος. Είχε προτείνει, μήπως και γινόταν ο γάμος στο χωριό του, αλλά εκείνη ήταν ανένδοτη, δεν ήταν τα βουνά τόπος κατάλληλος για να παντρευτούν, έτσι του είπε και έκλεισε η κουβέντα. Ακολούθησε και ο πρώτος τους γιός, μετά από λίγο έφτασε και η κορούλα τους, θα έλεγε κάποιος ότι ήταν ευτυχισμένος.
Τα χρόνια περνούν γρήγορα, τα παιδιά του μεγάλωσαν, ήταν πια κι αυτά φοιτητές, στο χωριό δεν πήγαινε πια κανένας τους. Μικρά όταν ήταν, μπορούσε να πείθει και την γυναίκα και αυτά και να περνούν λίγες μέρες από τις διακοπές τους στο πατρικό του, όταν όμως έγιναν μαθητές του Γυμνασίου, αρνούνταν πεισματικά να τον ακολουθήσουν, ήθελαν διακοπές κάπου παραθαλάσσια ή να μένουν στην πόλη, δεν τους πείραζε έτσι σταμάτησε κι αυτός να πηγαίνει στο χωριό, τους ακολουθούσε στις επιλογές τους, ήθελε δεν ήθελε.
Πριν από δύο χρόνια ο γιός του, απόφοιτος με Άριστα και με μεταπτυχιακό από το Οικονομικό των Αθηνών, βρήκε δουλειά στη Νέα Υόρκη, μια διεθνής εταιρία έψαχνε να εκπαιδεύσει στελέχη πάνω σε μια νέα πατέντα που είχε σχέση με την άυλη διακίνηση του χρήματος κι αυτός ήταν μέσα στις πρώτες επιλογές τους. Όλοι χάρηκαν για την ευκαιρία που του δινόταν από τα πρώτα κιόλας βήματα της επαγγελματικής ζωής του, μα δεν μπορούσαν να κρύψουν και την στενοχώρια τους καταλαβαίνοντας ότι θα τον έχαναν από κοντά τους, θα ζούσε πια σε ένα πολύ μακρινό μέρος, με γεμάτο εμπόδια τον δρόμο της επιστροφής στην Πατρίδα.
Δεν άργησε κι αυτός να κάνει το ταξίδι στην Αμερική, ο γιός του φρόντιζε να τον προσκαλεί συνεχώς, ήθελε να τον επισκεφτεί, να του δείξει πόσο καλά περνούσε εκεί στα ξένα μέρη, πόσο γρήγορα πήρε την πρώτη του προαγωγή και πόσο πολύ τον εκτιμούσαν οι συνάδελφοι του.
Από την πρώτη στιγμή που πάτησε εκεί το πόδι του, κάτι αλλόκοτο τον κατέτρωγε, τίποτε δεν τον ευχαριστούσε, όλα τα μεγάλα και θαυμαστά που έβλεπε του, όπου κι αν τον πήγε ο γιός του, όλα του φαίνονταν άνευ αξίας και ανούσια.
Το πρωινό της πρώτης Κυριακής, έφτιαξαν καφέ και ο γιος του του ζήτησε να τον ακολουθήσει. Πήραν το ασανσέρ και ανέβηκαν ως το τέρμα, κι από εκεί ακολούθησαν μια στενή σκάλα μέχρι που βγήκαν στην ταράτσα του ουρανοξύστη, που έμενε. Ακούμπησαν στο περβάζι με την κούπα του καφέ στα χέρια τους. Από τη μια μεριά ο πατέρας, που ο αγέρας του έπαιρνε τα μαλλιά που είχαν αρχίσει να γκριζάρουν και από την άλλη ο γιος με όλη την ικμάδα της νιότης του.
"Πώς σου φαίνεται από δω πάνω η Νέα Υόρκη, πατέρα;"
"Τι να σου πω παιδί μου, δεν βλέπω κάτι που να μου αρέσει. Εντυπωσιακό το θέαμα, δεν λέω, αλλά δεν μου αρέσει!"
"Τι δεν σου αρέσει, δηλαδή;"
"Κοίτα κάτω! Εκεί, στις λεωφόρους ανάμεσα στις πολυκατοικίες. Εκεί, που ο ήλιος δεν μπορεί να φτάσει και οι άνθρωποι καταντούν χλωμοί σαν άρρωστοι. Τώρα κοίτα πέρα, εκεί που οι ουρανοξύστες διακόπτουν την καθαρότητα και την συνέχεια του ουρανού. Αυτά βλέπω εγώ και να είσαι σίγουρος ότι σε κανέναν δεν αρέσουν."
"Οι ανάγκες της εποχής, είναι αυτές, πατέρα. Δεν θαυμάζεις όμως την ικανότητα του Λαού, που έφτιαξε αυτό το θαύμα που βλέπεις μπροστά σου;"
"Αν τον θαυμάζω; Ναι! Αλλά δεν είναι αυτό το θέμα. Σκέπτομαι εσένα που θα φας τα νιάτα σου εδώ, σε αυτό το τσιμεντένιο χάος, σε έναν ξένο τόπο και λυπάμαι."
"Λυπάσαι για την πρόοδο που έχω πετύχει, για την ευκαιρία που μου δίνεται να φτιάξω την ζωή μου; Τι να σου πω, ρε πατέρα; Περίμενα ότι θα χαιρόσουν με την επιτυχία μου. Εγώ λυπάμαι!"
"Μην παρεξηγείς τα λόγια μου! Δεν είπα ότι δεν χαίρομαι με ότι έχεις πετύχει. Ίσα ίσα που είμαι πολύ περήφανος για την εξέλιξή σου. Αλλά, ειλικρινά δεν μπορώ να καταλάβω πως οι άνθρωποι επιβιώνουν σε μια τέτοια πόλη. Όλη την ημέρα κλεισμένοι μέσα στα γραφεία τους, δίχως κάπου να βγουν για να τους κτυπήσει λίγο το φως, ο καθαρός αέρας. Για να σου πω την αλήθεια, θα σε ήθελα κάπου κοντά μας, σε μια πιο ανθρώπινη πόλη, όπως την Αθήνα. Μέχρι τώρα την αντιμετώπιζα απαξιωτικά αλλά τώρα κατάλαβα ότι είχα άδικο. Η Αθήνα είναι ανθρώπινη, δεν έκρυψε τον ουρανό της όπως αυτοί εδώ. Αυτό με στενοχωρεί γιέ μου."
"Το ξέρεις πατέρα, η χώρα μας δεν δίνει ευκαιρίες."
"..."
"Αλλά δεν ξέρεις ποτέ, ίσως κάποια μέρα τα καταφέρω και επιστρέψω. Όλα είναι δυνατά."
"Φτάνει να το θέλεις κι εσύ γιε μου. Τίποτε δεν πρόκειται να γίνει αν αφήσεις τη ζωή σου σαν φτερό να την πάρει ο άνεμος, προς όπου φυσά."
"..."
"Πάμε κάτω, γιε μου! Φοβάμαι μην αρπάξω κανένα κρύο εδώ πάνω. Ότι ήταν να δω το είδα."
(μετά από έναν χρόνο)
Ο Νίκος έχει εγκαταλείψει την οικογένεια του, την Αθήνα που ζούσε τα τελευταία τριάντα χρόνια. Λίγους μήνες μετά το ταξίδι του στην Αμερική επέστρεψε στο χωριό του. Οι δικοί του έχουν φύγει πια, το σπίτι τους εγκαταλειμμένο από καιρό, αλλά κάθε μέρα φτιάχνοντας από λίγο, το ανασταίνει και πάλι. Το βράδυ βγαίνει στο μοναδικό καφενείο του χωριού με την μαντεμένια σόμπα να καίει στην μέση κι ακούει τους ντόπιους. Κυρίως τους μεγαλύτερους, που ενθυμούμενοι ιστορίες αληθινές ή φανταστικές, θέλουν να τις διηγηθούν πριν αποχωρήσουν απ' αυτόν τον κόσμο. Κάποιες φορές ζητούν κι από αυτόν να πει κάτι από την εμπειρία του στην μεγάλη πόλη - Νίκο τον φωνάζουν κι αυτοί πια, από σεβασμό για την απόφασή του, ξέχασαν το "Φτερούι" αλλά εκείνος αρνείται ευγενικά. Θέλει να ακούει, έχει ανάγκη να μαζέψει πίσω όλη την παρεξηγημένη σοφία του τόπου του, που ο χρόνος αδυσώπητα φρόντισε να χάσει. Αυτά που κάποτε απεχθανόταν σε αυτόν τον τόπο τώρα τα θεωρεί τα πιο σημαντικά απ' όλα. Από την δουλειά του ήδη τον έχουν απολύσει. Ούτε τα ένσημα για σύνταξη δεν έχει μαζέψει ακόμη. Η γυναίκα του, του κλάφτηκε στο τηλέφωνο που την άφησε μόνη, στη συνέχεια του ούρλιαξε με οργή, μέχρι που στο τέλος τον σιχτίρισε για τα καλά και από τότε ούτε που ασχολήθηκε ξανά μαζί του. Τα παιδιά του προσπάθησαν να τον συνετίσουν, τα άκουγε σιωπηλός και στο τέλος τους έδινε την ευχή του λέγοντάς τους ότι αν ήθελαν να τον δουν ξανά, ήξεραν που θα τον βρούνε.
Το "Φτερούι" που το σήκωσε κάποτε ο άνεμος και το πήρε μακριά από αυτά τα σκληρά μέρη, είχε βρει τον δρόμο και γύρισε στον τόπο που πάντα γνώριζε ως δικό του. Δεν ξέρει αν είναι ευτυχισμένος, δεν ξέρει για πόσο θα αντέξει μακριά από τους δικούς του, ούτε για πόσο θα του φτάσουν τα χρήματα που έφερε μαζί του ή αν θα επιχειρήσει να φτιάξει κάτι για να βιοποριστεί εκεί πάνω, τίποτε δεν έχει σίγουρο αλλά και ούτε κάνει σχέδια για το μέλλον. Απλώς τώρα του αρέσει που βρίσκεται εδώ, στο σπίτι που μεγάλωσε, μπροστά στο αναμμένο τζάκι ενώ έξω ο μανιασμένος κρύος αέρας σηκώνει τον κόσμο. Όχι όμως κι αυτόν.
Ευχαριστώ την Μαίρη από την Γήινη Ματιά , για την ευκαιρία που μας δίνει, να γράψουμε αλλά κυρίως να διαβάσουμε όμορφες δουλειές των συνοδοιπόρων μας, σε αυτό το όμορφο δρώμενο!
Βασίλη μου υπέροχη η ιστορία σου με ενθουσίασε! Το να εκτιμάς κάτι έστω και εκ των υστέρων έχει μεγάλη σημασία. Θεωρώ πως ο ήρωας σου βρήκε το νόημα της ζωής του. Μιας ζωής που οι δικοί του απαξίωναν, μα αυτή ήταν η άποψη τους. Δεν είναι υποχρεωτικό να ταιριάζουν οι επιλογές και τα γούστα των ανθρώπων, αλλά είναι υποχρεωτικό ο καθένας να κάνει τις επιλογές που τον χαροποιούν, και αυτό είναι σεβαστό! Σ' ευχαριστώ πολύ για τη συμμετοχή σου που όπως πάντα είναι απολαυστική και διδακτική! Να είσαι καλά!
ΑπάντησηΔιαγραφήΝαι, η ζωή είναι πολλές φορές απρόβλεπτη και εν πολλοίς καθορίζεται από τα βιώματα που κουβαλά κάθε ένας μέσα του. Η κοινή ζωή είναι μία σύμβαση, που αν δεν υπάρχει η αγάπη μπορεί πολύ εύκολα να διαρραγεί. Όπως εδώ! Κάποια στιγμή είδε το αδιέξοδο της δικής του ψυχής και αποφάσισε να αντιδράσει. Δεν ξέρω αν ήταν σωστή η απόφασή του. Ούτε είναι εύκολο να διαλύεις όλη την πρότερη ζωή σου. Αυτός όμως το έκανε και το ερώτημα πλέον είναι αν θα αντέξει.
ΔιαγραφήΤην Καλημέρα μου, Μαίρη!
Πολύ ωραία γραφή. Γρήγορα κυλά παίρνοντάς μας μαζί του στο ταξίδι του ήρωα. Ναι είναι απάνθρωπες οι πόλεις αλλά πάλι θα πω.... δεν είναι παράλογο που τόσοι έφυγαν από τα χωριά τους για να βρουν δουλειά. Και γι αυτό οι πόλεις γέμισαν...στοιβάχτηκαν πολλοί. Κρίμα που οι δικοί του τον στερούν από την παρουσία τους. Κρίμα να μένει μόνος με τον καθάριο αέρα, τις ιστορίες και παραδόσεις του τόπου του κοντά στη φύση αλλά μόνος...Μου κάνει εντύπωση που η ζυγαριά του κλείνει προς το χωριό του και όχι προς τους δικούς του!
ΑπάντησηΔιαγραφήΠολύ μου άρεσε
Καλησπέρα Βασίλη μου
Σ αυτή τη φάση της ζωής του, κάτι έσπασε μέσα του και βρήκε αποκούμπι στο χωριό του και τις αναμνήσεις του. Δεν ξέρει ποια θαείναι η κατάληξή του, δεν έχει πάρει οριστικές αποφάσεις ακόμα. Τώρα για να απαρνηθεί τους δικούς του, κι αυτό είναι ένα βήμα που το κάνεις μόνο αν έχουν εξαντληθεί τα όρια που έχεις βάλει για τη ζωή σου.
ΔιαγραφήΧαίρομαι που άρεσε Άννα!
Την Καλημέρα μου!
Πόσο λυπηρό να μην μπορείς να μοιραστείς τη ζωή σου με ανθρώπους που έζησες τόσα χρόνια... Και αναρωτιέμαι: άλλαξε και δεν μπόρεσαν να ακολουθήσουν οι άλλοι ή μήπως ποτέ δεν είχαν γνωριστεί πραγματικά;
ΑπάντησηΔιαγραφήΕνδιαφέρουσα η συμμετοχή σου, Βασίλη, ωραία αφορμή για συζήτηση!
Θα έλεγα ότι ποτέ δεν αγαπήθηκαν αληθινά, δεν συμπορεύτηκαν πραγματικά. Κάποια στιγμή αυτός είδε ότι δεν μπορούσε να αντέξει την οικογένεια του, τη διάλυση της ( τα παιδιά του παίρνουν το δρόμο τους), και γυρίζει στο χωριό του, πιστεύοντας ότι εκεί θα βρει ένα ήρεμο αποκούμπι. Πολύ σωστά κατάλαβες, ότι στην πραγματικότητα το πρόβλημα βρισκόταν στην οικογένεια του κι όχι στην πόλη που έμενε.
ΔιαγραφήΤην Καλημέρα μου!
Πάντα με στενοχωρούσε όταν έβλεπα γύρω μου οικογένειες να διαλύονται μετά από πολλά χρόνια συμβίωσης. Και δεν εννοώ να χωρίζονται λόγω διαζυγίου αλλά περιπτώσεις όπως τούτη που μας αφηγήθηκες Βασίλη. Έχω την αίσθηση πως έμειναν μαζί τόσα χρόνια αναγκαστικά. Πώς δεν αγαπήθηκαν πραγματικά και η διάστασή τους προϋπήρχε, την βίωναν σιωπηλά ώσπου να φτάσει η κατάλληλη στιγμή να γίνει απόφαση χωρισμού. Όλα τα πρόσωπα της ιστορίας σου έχουν δίκιο, ο καθένας απ' την δική του πλευρά. Έτσι είναι η ζωή, έτσι είναι οι ανθρώπινες σχέσεις. Το "πάντα" κρατάει μια στιγμή, τη στιγμή που το λες. Μετά γίνεται "φτερούι".
ΑπάντησηΔιαγραφήΜου άρεσε πολύ Βασίλη, το διάβασα απνευστί και στο τέλος, ομολογώ, μελαγχόλησα λιγάκι.
Σ' ευχαριστούμε πολύ για την συμμετοχή σου!
Καλό βράδυ.
Έτσι είναι Μαρία! Δυστυχώς (μπορεί και ευτυχώς), οι άνθρωποι πολλές φορές διαλύουν τις οικογένειες τους, μην αντέχοντας πια τη ζωή που κάνουν. Εδώ μιλάμε για φυγή! Το χωριό και ο καθαρός του αέρας είναι το πρόσχημα! Δεν ξέρω αν έκανε σωστά ο ήρωας μας, ούτε κι αυτός το γνωρίζει ακόμη, αλλά σίγουρα δεν άντεξε αυτό που βίωνε.
ΔιαγραφήΧαίρομαι που σου άρεσε, Μαρία, η ιστορία μου!
Την Καλημέρα μου!
Πολύ ευαίσθητη ιστορία, Βασίλη μου. Με πολλά και μεγάλα ζητήματα. Η αλλοτρίωση του ανθρώπου τόσο σε βάση με τις απόψεις για τη ζωή, όσο και με τη σχέση του με το χώρο που ζει αλλά και τους ανθρώπους που συναναστρέφεται.
ΑπάντησηΔιαγραφήΟ Νικόλας, είναι το φτερούι στον άνεμο. Μια ψυχούλα, που την πήρε ο αγέρας στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Πέρασε τόπους, έκανε ζωή, οικογένεια, δούλεψε, ταξίδεψε. Αλλά αυτό, που τον γέμισε πραγματικά ήρθε να το συναντήσει στην ύστερη ζωή του. Και ήταν η απλή, βαθιά ανθρώπινη ζωή στο απλό χωριό του. Στο διάβα της ζωής του, αφέθηκε να αλλάξει καταστάσεις, τις οποίες δεν ήθελε και δεν πίστεψε. Ίσως αυτό να ήταν το μεγάλο του λάθος. Δεν έζησε για εκείνον αλλά για τους άλλους. Υπέταξε το όραμά του για ζωή με αυτά των άλλων.
Ας προσευχηθούμε, ο Νικολός, το φτερούι, να βρει την αγκαλιά που αξίζει στο χωριό του.
Βασίλη μου, δεν περίμενα κάτι διαφορετικό από τη δική σου ποιότητα πάνω σε τέτοια ζητήματα φίλε μου. Έχεις την εμπειρία ζωής να τα αναδείξεις και να τα εξυμνήσεις με τον τρόπο που τους αξίζει.
Την καλησπέρα μου.
Θα μείνω σε μια κουβέντα σου: "Στο διάβα της ζωής του, αφέθηκε να αλλάξει καταστάσεις, τις οποίες δεν ήθελε και δεν πίστεψε. Ίσως αυτό να ήταν το μεγάλο του λάθος." Πολλές φορές οι άνθρωποι κάνουν συμβιβασμούς ( και επώδυνους) για να μπορέσουν να πορευτούν στη ζωή. Εδώ ο Νικολός (μου άρεσε αυτή η ονοματοδοσία), κάπου έσπασε, και αποφάσισε να φύγει μακριά, πιστεύοντας ότι θα έβρισκε την ηρεμία που χρειαζόταν η ψυχή του, στο μικρό, ορεινό χωριουδάκι του. Δεν ξέρω, ούτε αυτός ξέρει να έκανε σωστά.
ΔιαγραφήΧαίρομαι που σου άρεσε η ιστορία μου, Γιάννη!
Την Καλημέρα μου!
Έχεις δίκιο Βασίλη. Μια τέτοια κρίσιμη ύστερη απόφαση του Νικόλα, (χαίρομαι που σού άρεσε το όνομα), δεν είναι εύκολο να γίνει άμεσα αποδεκτή. Είναι κρίσιμη εξ ορισμού.
ΔιαγραφήΝαι, στάθηκα στις επιλογές, που κάνουμε στη ζωή όχι από επιλογή αλλά από πίεση, εκβιασμό, αδυναμία. Τέτοιες επιλογές θα τις βρούμε μπροστά μας τοίχο αξεπέραστο, σίγουρα κάποια στιγμή.
Πάντα μού αρέσουν οι ιστορίες σου, Βασίλη μου. Καλή βδομάδα.
Βασίλη εξαιρετική η ιστορία σου. Με πολλά μηνύματα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑν το πιάσουμε από το τέλος (παραδόξως όχι από την αρχή χαχα) ίσως ο λόγος που "μπόρεσε" να αφήσει την οικογένεια του ήταν επειδή δεν υπήρχε αληθινή αγάπη. Όταν παντρεύεσαι επειδή "πρέπει" ή επειδή "περνάνε τα χρόνια" δεν είναι πάντα πετυχημένος ο γάμος, γιατί δεν έχει γερά θεμέλια χτισμένα με αγάπη.
Παρ' όλα αυτά μέσα από την ιστορία σου βλέπουμε την έννοια της "διαφορετικής ματιάς". Ο πατέρας και ο γιος βλέπουν με διαφορετικό τρόπο την πόλη, την ζωή και το νόημα της. Και αυτό μας δίνει να καταλάβουμε ότι ο καθένας εντέλει κάνει τις επιλογές του. Κάτι που δεν είναι κακό, αρκεί να γίνεται συνειδητά.
Μου αρέσουν οι ιστορίες που μου υπενθυμίζουν πως δεν πρέπει να "κρίνω". Είτε συμφωνώ, είτε διαφωνώ, είτε πρόκειται για φίλο, ή για τον ήρωα μιας ιστορίας.
Καλημέρα και καλή εβδομάδα :)
Θα τολμήσω να πω, ότι η ματιά σου είναι πέρα για πέρα ανθρώπινη. Αυτό το τελευταίο: δεν πρέπει να "κρίνω".... είναι ένα μάθημα που πρέπει να πάρουμε όλοι όσοι πολύ εύκολα βάζουμε ταμπέλες και κρίνουμε τις επιλογές των ανθρώπων, χωρίς να ξέρουμε ποια είναι τα πραγματικά κίνητρα πίσω από τις αποφάσεις κάθε ανθρώπου, ειδικά όταν αφορούν τη δική του ζωή. Αν πρόσεξες στο τέλος, ούτε ο ήρωας μου είναι σίγουρος γι΄ αυτό που έκανε. Πόσο εμείς που θα τον κρίνουμε απ' έξω.
ΔιαγραφήΧαίρομαι που σου άρεσε η ιστορία μου, Μαρίνα!
Την Καλημέρα μου!
Τι ιστορία κι αυτή. Ιστορία που αναμφισβήτητα μου κράτησε αμείωτο το ενδιαφέρον, σου το λέω ειλικρινά.
ΑπάντησηΔιαγραφήΠραγματικά, από που να το πιάσω με αυτούς τους ήρωες. Ο πρωταγωνιστής επέλεξε να παντρευτεί μία γυναίκα που δεν αγαπούσε, ούτε προσπάθησε, να αγαπήσει τον τόπο από τον οποίο προέρχεται ο σύζυγός της. Έναν τόπο ο οποίος ήταν σημαντικός για εκείνον. Για τα παιδιά δε θα συζητήσω καν. Δεν έχουν την ευθύνη των γονιών τους. Νέα Υόρκη θέλουν; Εκεί να είναι; Χωριό θέλουν; Επίσης εκεί. Σεβασμός στις δικές μας επιλογές και στις επιλογές των άλλων.
Το σωστότερο πράγμα που ένιωσα ότι έκανε ο πρωταγωνιστής, είναι ότι γύρισε στο χωριό του. Για όσο. Εξάλλου, η διάσταση με τη γυναίκα του υπάρχει από τότε που παντρεύτηκαν, έτσι νιώθω. Και δε χρειάζεται να επιστρέψουν ο ένας στον άλλο, ακόμα κι αν ο ήρωας γυρίσει στην πόλη.
Αν κάτσω και αναλύσω το κείμενό σου, νομίζω ότι θα γράψω σελίδες ολόκληρες. Και σε ευχαριστώ γι' αυτό!
Σε ευχαριστώ Γιώτα, για τα καλά σου λόγια. Βάζεις το ζητούμενο της ελευθερίας επιλογής για το που τελικά θα εγκατασταθεί κάποιος. Το σημαντικό όμως που επισημαίνεις, είναι ότι ο γάμος τους, ως φαίνεται, είχε προβλήματα και τα οποία τελικά ο πρωταγωνιστής μας θέλησε να τα βγάλει από τη ζωή του. Το χωριό ήταν μια κάποια λύση. Αν ζουσαν αρμονικά, σίγουρα δεν θα είχε πάρει αυτήν την απόφαση.
ΔιαγραφήΤην Καλημέρα μου!
Συγχαρητήρια, Βασίλη!
ΑπάντησηΔιαγραφήΤαξίδεψα, προβληματίστηκα, ταυτίστηκα, διχάστηκα, και φεύγω με την πεποίθηση πως όλα τελικά έχουν δύο όψεις και δεν υπάρχει σωστό και λάθος. Η επιστροφή στο χωριό, είναι ταυτόχρονα λιποταξία απ' την οικογενειακή εστία. Αμφίσημες καταστάσεις που κάθε άνθρωπος καλείται να διαχειριστεί. Το κατέγραψες με μεγάλη μαεστρία, με την απαραίτητη αποστασιοποίηση, ώστε ο κάθε αναγνώστης να βγάλει την προσωπική του "ετυμηγορία".
Υπέροχη συμμετοχή, Βασίλη.
Ναι, έτσι είναι και είναι λογικό διότι ακόμη κι εγώ όταν έγραφα την ιστορία αυτή δεν ήμουν σίγουρος αν η επιλογή του ήταν η πιο σωστή ( έχω το χούι όταν γράφω, να ταυτίζομαι με τον πρωταγωνιστή). Τελικά κάθε άνθρωπος αντιδρά διαφορετικά στις ίδιες καταστάσεις κι αυτή είναι η ομορφιά του είδους μας.
ΔιαγραφήΧαίρομαι, Μαρία, που σου άρεσε!
Την Καλημέρα μου!
Η ζωή στην πόλη μπορεί να μας προσφέρει καλύτερες συνθήκες ζωής, αλλά πάντα θα νοσταλγούμε εκείνο τον μικρό τόπο που ζήσαμε τα τρυφερά μας χρόνια.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕγώ θα δώσω και μια άλλη εκδοχή. Η οικογένειά του δεν είχε βιώματα από το χωριό του αφού δεν έζησαν εκεί, επόμενο λοιπόν να μην τον ακολουθήσουν.
Υπέροχη συμμετοχή!
Ναι, σίγουρα η νοσταλγία έπαιξε σημαντικό ρόλο στην απόφασή του. Κι έχεις δίκιο, βιώματα που δεν έχεις από τα μικράτα σου, δύσκολα μπορείς να τα αγαπήσεις.
ΔιαγραφήΧαίρομαι που σου άρεσε η εγγραφή μου!
Την Καλημέρα μου, Ελένη!
Ο ήρωας τις ιστορίας σου άφησε να τον πάρει η ζωή από το χέρι και να τον πάει όπου εκείνη ήθελε, χωρίς να προβάλει καμία αντίσταση , μέχρι ενός σημείου που ένιωσε πως δεν έκανε ποτέ τα θέλω του , αλλά μόνο τα πρέπει, αφού η αγάπη δεν υπήρχε πουθενά, είχε κάνει το καθήκον του με τα παιδιά του, αποφάσισε να ζήσει όπως ήθελε και αγαπούσε κατά βάθος εκείνος...
ΑπάντησηΔιαγραφήΕκείνη την στιγμή που αποφάσισε να γυρίσει στο χωριό του είχε κάνει την δική του επιλογή προς το παρόν...
Πολύ ωραία συμμετοχή μπράβο!...
Έτσι είναι! Κάπου κατάλαβε ότι δεν είχε νόημα πια να "βασανίζεται" σε έναν γάμο, που δεν είχε να του προσφέρει πολλά πλέον κι αποφάσισε να γυρίσει στο χωριό του, το οποίο πάντα θυμόταν με αγάπη. Το οποίο δεν πρόλαβε να χορτάσει. Οι ιστορίες του οποίου έτρεχαν μέσα στο αίμα του.
ΔιαγραφήΧαίρομαι που σου άρεσε η ιστορία μου, Ρούλα!
Την Καλημέρα μου!
Εξαιρετική συμμετοχή, πολλά τα ζητήματα γιά ανάλυση .....όλοι έχουν δικαίωμα να επιλέξουν τον τρόπο και τόν τόπο της ζωής τους και τα δεδομένα με την πάροδο του χρόνου αλλάζουν, οι σχέσεις διαφοροποιούνται, οι συνθήκες μεταβάλονται....Τον ήρωα της ιστορίας, την δεδομένη στιγμή τον οδήγησε η εσωτερική τιου ανάγκη να επιστρέψει στις ρίζες του, να αναζωγονηθεί από την πατρική εστία, την ατμόσφαιρα και τους ανθρώπους του τόπου του....Τα παιδιά μεγάλωσαν, σπούδασαν, έκαναν τις επιόγές τους και πήραν τον δρόμο
ΑπάντησηΔιαγραφήτους....η σύζυγος έκανε την δική της επιλογή, που δεν συμβαδίζει αναγκαστικά με αυτή του συζύγου.....έτσι έχουν τα πράγματα και είναι φυσιολογικό τα θέλω και οι ανάγκες του καθενός να είναι διαφορετικά ....τώρα αν θα υπάρξουν συμβιβασμοί και αμοιβαίες υποχωρήσεις και σε ποιόν βαθμό, κατά την γνώμη μου, αυτό εξαρτάται αποκλειστικά από τον ψυχικό σύνδεσμο των ατόμων και την βούληση τους....Σε πολλές σκέψεις με έβαλε η ιστορία σου Βασίλη και την χάρηκα....παρ΄όλο που δεν έχω ζήσει σε χωριό και είμαι γέννημα θρέμα της μεγαλούπολης, πιστεύω ακράδαντα πως το δέσιμο με την πατρογονική γη και εστία είναι ακατάλυτο....
Έχεις δίκιο για το δέσιμο με την πατρογονική γη, ειδικά για εμάς που μεγαλώσαμε σε χωριά. Υπάρχουν βιώματα πιο βαθιά απ΄ αυτά που μπορείς να έχεις αν μεγαλώσεις σε ένα αστικοποιημένο περιβάλλον. Τα οποία σε ακολουθούν παντού και πάντα. Ο πρωταγωνιστής μυ δεν μπόρεσε ποτέ να ισορροπήσει με αυτά και τη ζωή που έκανε ως ενήλικας.
ΔιαγραφήΧαίρομαι που σου άρεσε η ιστορία μου!
Την Καλημέρα μου, Κλαυδία!
Α, εγώ τον νιώθω τον ήρωα σου, Βασίλη! Μου είναι οικείος στη σκέψη και στη φιλοσοφία ζωής. Δεν θα μπορούσα κι εγώ να αντέξω σε μια μεγάλη πόλη, μακριά από τη φύση. Μένω σε εξοχή, σε επαρχία βλέπεις, εδώ μεγάλωσα και χαίρομαι που ανασαίνω ακόμα καθαρό αέρα. Στην Αθήνα έζησα όσο σπούδαζα και μετά έριξα μαύρη πέτρα πίσω μου. Όπου φύγει-φύγει, όταν πήρα πτυχίο.
ΑπάντησηΔιαγραφήΣτο μεταξύ στα μικράτα μου έζησα και τους ουρανοξύστες του Σικάγο. Έχω την εικόνα χαραγμένη μέσα μου να κοιτάζω ψηλά και να τρομάζω ότι θα με πλακώσουν τα κτίρια. Πάντα θεωρούσα ότι η μαμά έπραξε σπουδαία που μας έφερε στην Ελλάδα να μεγαλώσουμε σωστά και ήσυχα.
Πολύ τον αγάπησα τον ήρωά σου, γιατί ήθελε μεγάλη τόλμη να αφήσει μια ζωή πίσω του και να πάει στο άγνωστο.
Πολύ όμορφη και τρυφερή η συμμετοχή σου!
Καλώς σε βρίσκω και στο σπιτικό σου!
Κι εγώ μένω σε χωριό, οι μεγάλες πόλεις δεν μου αρέσουν και κάπως έτσι βγήκε αυτή η ιστορία. Δεν έχω την εμπειρία μια μεγαλούπολης με ουρανοξύστες αλλά ακόμα με τρομάζει η ιδέα να ζεις σε μια τέτοια. Φυσικά, κάθε τέτοια απόφαση, να εγκαταλείπεις όλα όσα αγάπησες ( κάποτε) δεν είναι εύκολη και δεν ξέρω αν και για πόσο θα αντέξει ο ήρωας μου ή αν θα πετάξει και πάλι, προς όπου τον πάει ο άνεμος.
ΔιαγραφήΧαίρομαι που σου άρεσε!
Την Καλημέρα μου, Αριστέα!
Πολύ δυνατά μηνύματα έχει η ιστορία σου φίλε Βασίλη.
ΑπάντησηΔιαγραφήΉθελε γερά κότσια για να τα παρατήσει όλα και να φύγει.
Ποιος ξέρει πότε έπεσε η τελευταία σταγόνα κι έγινε το μπαμ.
Κάθε ένας μας έχει τα δικά του όρια.
Συμφωνώ και με όσα έχουν γράψει και οι φίλοι μας.
Καλή συνέχεια.
Ναι, αυτή η σταγόνα, η τελευταία που ξεχειλίζει το ποτήρι, που τόσο απρόοπτα σου δίνει τη δύναμη να αλλάξεις τα πάντα. Εδώ ο ήρωας μας, ο Νικολιός, που λέει κι ο Γιάννης, βρήκε αποκούμπι στο χωριό του. Μακάρι να βρει την "ειρήνη" επιτέλους εκεί.
ΔιαγραφήΧαίρομαι που σου άρεσε η ιστορία μου!
Την Καλημέρα μου, Ρένα!
Κύριε Βασίλη ομολογώ πως η ιστορία σας με καθήλωσε, κάθε της παράγραφος μία εικόνα συναισθημάτων. Βήμα βήμα ζήσαμε το φρερούι τα όνειρα, τους συλλογισμούς του. Πραγματικά το διάβασα με αγάπη για όσα μας πρόσφερες σε κάθε σου γραμμή.
ΑπάντησηΔιαγραφήΧαίρομαι, που κατόρθωσε να σας συνεπάρει τόσο η ιστορία μου αυτή! Νάστε καλά!
ΔιαγραφήΤην Καλημέρα μου!
Βασίλη μου , υπέροχη η ιστορια σου , αληθινη , με τοσες ανατροπές , ενας καθρεφτης της σημερινής μας κοινωνιας . Μπραβο σου που μας ταξιδεψες με το Φτερουι σου , μας δινεις την ευκαιρια να επαπροσδιορισουμε και εμεις τις διαδρομές μας .
ΑπάντησηΔιαγραφήΧαίρομαι που σου άρεσε η ιστορία μου. Σίγουρα κάθε άνθρωπος, σε κάποια στιγμή της ζωής του, επαναπροσδιορίζεται. Φυσιολογικό είναι αυτό.
ΔιαγραφήΝάσαι καλά!