Μεγαλόπρεπα κι αγάλια τώρα ο ήλιος κατεβαίνει
πάνω στου Μοριά τους λόφους με θωριά χαριτωμένη·
όχι σαν εκεί στις χώρες του Βορρά, σκοτεινιασμένος,
αλλ’ αστραφτερός σαν φλόγα, ζωντανός, φωτολουσμένος.
Στα βαθιά νερά μια ρίχνει απαλή, χρυσή αχτίνα
και το πράσινο χρυσώνει, το ρυτιδωμένο κύμα.
Και στης Αίγινας το βράχο τον αρχαίο και στην Ύδρα
ο θεός του κάλλους βάζει του φιλιού του τη σφραγίδα.
Πάνω απ’ το βασίλειό του ρίχνει τη φωτοχυσία,
αν κι ο κόσμος έχει πάψει να του κάνει πια θυσία.
Των κοφτών βουνών οι ίσκιοι μες στον κόλπο σου ριγμένοι,
τον φιλούν και τον χαϊδεύουν, Σαλαμίνα δοξασμένη!
Οι γαλάζιες τους οι άκρες μες στην απεραντοσύνη
βάφονται σαν την πορφύρα που ο βασιλιάς τη ντύνει.
Απαλά τα χρώματά του πάνω στις κορφές τα ρίχνει
και στολίζει ό,τι αγγίζει με τα χρυσαφένια ίχνη.
Ώσπου ο ήλιος, χαιρετώντας την πανώρια τούτη πλάση,
πίσ’ απ’ των Δελφών τα βράχια κρύβεται για να πλαγιάσει.
Τέτοιο, Αθήνα μου, ένα δείλι ήτανε που ο σοφός σου
εχαιρέτησε για πάντα τ’ απαλό, το χρυσό φως σου.
Με τί θλίψη οι καλοί σου οι πολίτες τη στερνή του
την αχτίδα την κοιτούσαν, πού ’παιρνε και την πνοή του.
Όχι ακόμα, όχι ακόμα, στα βουνά ο ήλιος μένει,
είν’ απρόθυμος να δύσει και ακόμα περιμένει.
Μα θλιμμένο είν’ το φως του στα αγωνιώδη μάτια
και ο λόφος είναι μαύρος που χαρά ήταν γεμάτος,
στην αγαπημένη χώρα σαν να έχυνε σκοτάδι
’κει όπου ποτέ ο Φοίβος δεν φανέρωσε μαυράδι.
Αλλά πριν στου Κιθαιρώνα την κορφή να γύρει, πίνει
το πικρό ποτήρι ο γέρος και το πνεύμα παραδίνει.
Κι έφυγε η ψυχή που τα ’χε όλα περιφρονημένα,
που ’χε ζήσει και πεθάνει έτσι σαν άλλου κανένα.
Αλλά νά, στον κάμπο η νύχτα η βασίλισσα προβαίνει
απ’ του Υμηττού το ύψος, δίχως όμως να υγραίνει
το ωραίο πρόσωπό της και να προμηνάει μπόρα,
παίζουνε με την κορνίζα οι ολόλαμπρες αχτίδες·
στην ολόλευκη κολόνα τα φιλιά της στέλνει τώρα
η σελήνη, με το φως της π’ ολοένα τρεμοπαίζει
στου τζαμιού τον πύργο όλο μα τον κάνει και να λάμπει
το σημάδι του και γύρω να αστράφτουνε οι κάμποι.
Οι πυκνοί μαύροι ελαιώνες κάτω είναι απλωμένοι
και ο Κηφισός κυλώντας απαλά γοργοδιαβαίνει.
Στο τζαμί εκεί τριγύρω στέκονται τα κυπαρίσσια
και ο τρούλος του γυαλίζει με λαμπρότητα περίσσια.
Κι ένας φοίνικας θλιμμένος, στη θρησκευτική γαλήνη,
εκεί δίπλα στο Θησείο, μόνος έχει απομείνει.
Τί μαγευτικό τοπίο που προσφέρει εδώ η φύση,
και αναίσθητος θα είναι όποιον δεν τον συγκινήσει.
Του Αιγαίου πάλι ο φλοίσβος, που ακούγεται πιο πέρα,
νανουρίζει το περγιάλι μεσ’ στον καθαρό αέρα
και το ζαφειρένιο κύμα στη χρυσή ακτή χτυπάει
και τη γλύκα των χρωμάτων αλαργότερα την πάει.
Των νησιών εκεί στο βάθος η σκιά τραχιά μαυρίζει,
όταν απαλού πελάγου το χαμόγελο ανθίζει.
Όπως έτσι στης Παλλάδας το ναό βρισκόμουν μόνος,
και τις ομορφιές κοιτούσα, στο μαγευτικό ακρογιάλι
που η τέχνη κι η ανδρεία είναι σαν μια οπτασία
και που βρίσκονται μονάχα σε ποιητικά βιβλία,
κι όπως έστρεψε η ψυχή μου το ναό για να θαυμάσει
της θεάς, που οι ανθρώποι τώρα έχουν ατιμάσει,
οι παλιοί καιροί γυρίσαν, το παρόν πια είχε σβήσει
και ο Δόξα στην Ελλάδα γύριζε να κατοικήσει!
Επερνούσανε οι ώρες. Της Αρτέμιδας τ’ αστέρι
είχε φτάσει πια στου θόλου τα ψηλότερα τα μέρη
κι εγώ γύριζα μονάχος δίχως να ’μαι κουρασμένος,
σε θεού ναό που ήταν εντελώς λησμονημένος.
Αλλά πιο πολύ σ’ εκείνον τον δικό σου, ω Παλλάδα,
ετριγύριζα, ’κει όπου της Εκάτης η λαμπράδα
στις ψυχρές κολόνες πέφτει απαλά μα και θλιμμένη
κι ήχος την καρδιά παγώνει σαν από νεκρό να βγαίνει.
Ονειροπολώντας είχα για πολύ ’κει απομείνει,
θεωρώντας τι απ’ τη δόξα την παλιά είχε απομείνει,
όταν, ξάφνου, εκεί μπροστά μου, μια γιγάντια θεότης,
η Παλλάδα, με σιμώνει πάνω εκεί, μεσ’ στο ναό της!
Η Αθηνά ήταν η ίδια, αλλά πόσο αλλαγμένη
από τότε που στα τείχη των Δαρδάνων οπλισμένη
έτρεχε μ’ ορμή. Μα τώρα η μορφή της διαφέρει
από κείνη που ’χε πλάσει του Φειδία τ’ άξιο χέρι.
Του προσώπου της εκείνον δεν τον δείχνει πια τον τρόμο
κι η γοργόνα της ασπίδας είχε πάρει άλλο δρόμο.
Νά το κράνος της, κομμάτια. Τσακισμένο το κοντάρι,
κι ούτε τους νεκρούς δεν σκιάζει. Της ελιάς το νιο βλαστάρι
π’ ολοένα το κρατούσε, νά το, είναι μαραμένο
και ξερό, καθώς το σφίγγει με το χέρι παγωμένο.
Αν κι από τους αθανάτους τα λαμπρότερα είχε νιάτα,
δακρυσμένη είναι τώρα η θεά η γαλανομάτα.
Και η γλαύκα της στο κράνος το σπασμένο καθισμένη
την κυρά μοιρολογάει με λαλιά απελπισμένη.
«Ω θνητέ, – έτσι μου είπε – της ντροπής σου αυτό το χρώμα
Βρετανός μου λέει να ’σαι, όνομα ευγενές ακόμα,
μέχρι χτες λαού, ελευθέρου, με ωραία πεπρωμένα,
τώρα περιφρονημένου, και ιδίως από μένα.
Η Παλλάδα πρώτος θα ’ναι της πατρίδας σου εχθρός·
την αιτία θες να μάθεις; – ιδέ τριγύρω σου και ’μπρος.
Νά, εγώ είδα πολέμους κι ερημώσεις να πληθαίνουν
κι άλλες τόσες τυραννίες να ανεβοκατεβαίνουν.
Τούρκου και Γότθων αντάμα γλίτωσα ’γω το κακό,
μα η χώρα σου μου στέλνει έναν κλέφτη πιο τρανό.
Κοίτα, άδειος ο ναός μου, κατοικία ρημαγμένη,
και στοχάσου τι μιζέρια είναι γύρω απλωμένη.
Τούτα ο Κέκροπας, κι εκείνα τα ’χε ο Περικλής στολίσει,
ο Αδριανός τις Μούσες για να τις παρηγορήσει,
και ευγνωμονώ και όσους το ναό μου έχουν χτίσει, –
μα ο Αλάριχος κι ο Έλγιν μ’ έχουν άγρια συλήσει.
Και σαν να ’πρεπε ο κόσμος το κατόρθωμα να μάθει,
τ’ όνομα το μισητό του πάει και στον ναό μου γράφει,
σα να νοιάστηκε η Παλλάδα να δοξάσει τ’ όνομά του,
κάτω η υπογραφή του, πάνω το κατόρθωμά του!
Κι ο απόγονος των Πίκτων είναι φημισμένος όσο
είν’ ο αρχηγός των Γότθων, πιθανόν και άλλο τόσο.
Ο Αλάριχος τα πάντα είχε άγρια καταστρέψει
με το δίκιο του πολέμου, μα ο Έλγιν για να κλέψει
όσα οι βάρβαροι αφήσαν, που ’τανε απ’ ό,τι εκείνος
είναι βάρβαρος πιο λίγο, γιατί το ’κανε ο Ελγίνος ;
Το ’κανε, όπως τη λεία παρατάει το λιοντάρι
και ακολουθεί ο λύκος ή ο τσάκαλος να πάρει
και να γλείψει κάποια σάρκα που απόμεινε ακόμα
απ’ του λέοντα ή του λύκου το αχόρταγο το στόμα.
Κοίτα τι ο Έλγιν πήρε, κοίτα και τι έχει χάσει!
Τ’ όνομά του μ’ ένα άλλο τον ναό μου τον λερώνει,
κάποια αμοιβή η Παλλάδα ν’ απαιτήσει αξιώνει
και το φως της να το ρίξει η Αφροδίτη πια θυμώνει!»
Κι όταν σώπασε για λίγο, έτσι είχα αποτολμήσει,
απαντώντας ν’ απαλύνω της οργής της το μεθύσι:
«Κόρη του Διός, της λέω, γι’ όνομα της Αλβιώνος,
και σαν Βρετανός που είμαι, διαμαρτύρομαι εντόνως.
Μην κακίζεις την Αγγλία, Αθηνά! Απ’ τη Σκωτία
ήτανε ο συλητής σου. – Κοίταξε τη Βοιωτία
από της Φυλής τους λόφους τους ωραίους κοίτα γύρω,
του νησιού μας Βοιωτία, μάθε, είναι η Σκωτία,
Και καλά το ξέρω ότι απ’ αυτή τη νόθα χώρα
της Σοφίας η θεά μας δεν τιμήθηκε ως τώρα.
Χώρα άγονη, που η φύση απλοχέρα δεν εστάθη,
που τα σπέρματά της είναι όλα περιορισμένα
και που έμβλημά της έχει το ψηλό γαϊδουραγκάθι,
χώρα τσιγκουνιάς κι ομίχλης αλλά και της σοφιστείας,
που το μόνο προϊόν της είναι τα πηχτά σκοτάδια
κι οι τσιγκούνηδες κι αχρείοι που γυρίζουν σαν ρημάδια.
Των βουνών και των ελών της το υγρό εκείνο αγέρι
στα κεφάλια τα κουτά τους σκοτισμό και άγνοια φέρει.
Τα μυαλά τα νερουλά τους άγονα ’ναι σαν το χώμα
και ψυχρά, όπως το χιόνι που δεν έλιωσε ακόμα.
Για τον πλούτο χίλιους τρόπους εφευρίσκουν τα παιδιά της
και το κέρδος τα τραβάει και τα πάει μακριά της.
Στην ανατολή, στη δύση, μόνο στον βορρά δεν πάνε,
κέρδη να ’βρουν δίχως κόπο, γη και θάλασσες περνάνε.
Ά, καταραμένη ώρα και καταραμένη μέρα,
που τον Πίκτο για ληστεία είχε στείλει εδώ πέρα!
Κι όμως, άξια βλαστάρια γέννησε και η Σκωτία,
σαν τον Πίνδαρο που έχει η νωθρή η Βοιωτία,
και μακάρι οι σοφοί τους να νικήσουνε το κλίμα
κι οι γενναίοι ν’ αψηφίσουν και του θάνατου το μνήμα,
και τη σκόνη αυτής της χώρας ξετινάζοντας και πάλι,
σαν παιδάκια να αστράψουν σε χαρούμενο ακρογιάλι,
γιατί, όπως σ’ άλλα χρόνια, όταν σε μια ψεύτρα χώρα
δέκα ανδρείοι αν υπήρχαν, αποφεύγονταν η μπόρα».
«Ω θνητέ, μου είπε τότε η κόρη η γαλανομάτα,
στις ακτές της χώρας σου φέρε τούτα τα μαντάτα:
Αν και έχω παρακμάσει, να εκδικηθώ μου μένει
και ν’ αποστραφώ μια χώρα σκοτεινή κι ατιμασμένη.
Άκουσε, λοιπόν, τα λόγια της θεάς Παλλάδας μόνο:
άκουσε και σώπα: τ’ άλλα θα λεχθούν από τον χρόνο.
Πρώτα στο κεφάλι εκείνου που ’κανε αυτή την πράξη
η κατάρα μου θ’ αστράψει, ίδιον και γενιά να κάψει.
Ούτε μία σπίθα πνεύμα να μην έχουν τα παιδιά του
και αναίσθητα να είναι, όπως και η αφεντιά του.
Κι αν βρεθεί απόγονός του με λίγο πνεύμα ή φάτσα,
τότε σίγουρα θα είναι νόθος κι από άλλη ράτσα.
Να γυρίζει μ’ απογόνους διανοητικά βλαμμένους
και αντί για της σοφίας, της βλακείας να ’χει επαίνους.
Κι οι κουτοί να επαινούνε την πολλή καλαισθησία
που θα τον χαρακτηρίζει στην αγοραπωλησία,
να πουλά κι έτσι να κάνει – τί ντροπή και τί απάτη! –
της κλεψιάς και αρπαγής του ένα έθνος συνεργάτη.
Κι ο Ουέστ, που της Ευρώπης είναι ο ρυπαρογράφος,
μα της δύστυχης Αγγλίας κόλαξ και τρανός ζωγράφος,
με τα χέρια σαν αγγίξει έργα τέχνης των αιώνων,
μπρος τους θα βρεθεί πως είναι μαθητής ογδόντα χρόνων.
Και τριγύρω οι αγροίκοι παλαιστές θα μαζευτούνε
με της τέχνης τα μνημεία και αυτοί να συγκριθούνε
και το «μαρμαράδικό» του βλέποντας, θα το θαυμάσουν
κοκορόμυαλοι στην πύλη βιαστικοί σαν καταφθάσουν
πλήθη γύρω απ’ την πύλη, τόσα που δεν είδαν άλλοι,
θα γουρλώνουνε τα μάτια με κατάπληξη μεγάλη
και, τεμπέλικα, τ’ αρχαία σαν χαζοί θα σχολιάζουν,
ενώ οι γεροντοκόρες από πόθο θα στενάζουν
και θα κατατρώγουν όλες ψηλαφώντας με τα μάτια
των υπέροχων γιγάντων τα μαρμάρινα κομμάτια,
και θλιμμένες θα φωνάζουν, όταν δουν τους ανδριάντες:
‘Ω, οι Έλληνες οι αρχαίοι ήτανε τέλειοι άντρες!’
Και συγκρίνοντάς τους τώρα με εκείνους τους γενναίους,
θα ζηλέψουν τη Λαΐδα για τους φίλους Αθηναίους.
Πότε σύγχρονη γυναίκα θα ’χει τέτοιον εραστή;
Άχ, αλίμονο, ο σερ Χάρρυ δεν μοιάζει του Ηρακλή!
Και στο τέλος, μεσ’ στο τόσο το ανώνυμο το πλήθος,
θα βρεθεί κάποιος διαβάτης που θα έχει λίγο ήθος·
λυπημένος, βλέποντάς τα, άφωνος θ’ αγανακτήσει,
θα θαυμάσει τα κλεμμένα, μα τον κλέφτη θα μισήσει.
Ώ, καταραμένη να ’ναι η ζωή του και ο τάφος,
και οργή να συνοδεύει το ιερόσυλό του πάθος!
Τ’ όνομά του η Ιστορία δίπλα σε ’κείνου θα γράψει
του τρελού, που της Εφέσου το ναό ’χε κατακάψει.
Κι η κατάρα μου πιο πέρα κι απ’ τον τάφο του να πάει
Ο Ηρόστρατος κι ο Έλγιν σε σελίδες παραμένουν
που είναι στιγματισμένες και με στίχους όπου καίνε·
έτσι πάντα είναι γραμμένοι και οι δυο καταραμένοι,
μα ο δεύτερος πιο μαύρος απ’ τον πρώτο θ’ απομένει…»
© 2018 Μετάφραση: Πάνος Καραγιώργος
Γιατί όμως ο Λόρδος Βύρωνας, έτρεφε τέτοιαν αγάπη για την Ελλάδα;
Το πρώτο του ταξίδι ξεκίνησε από λόγους που έχουν σχέση με την βαρετή ζωή που έκανε στην Αγγλία. Εκτός από την Ελλάδα, τότε, επισκέφτηκε και τη σημερινή Τουρκία και την Ιταλία.
Ήταν αρκετό όμως για τον Λόρδο Βύρωνα, από ένα ταξίδι μόνο να παθιαστεί τόσο, ώστε να μην διστάσει να βρεθεί στην πρώτη γραμμή της Επανάστασης, να ταλαιπωρήσει την ήδη εύθραυστη υγεία του και τελικά να πεθάνει στην Πατρίδα μας;
Σίγουρα κάτι βαθύτερο υπήρχε, που είχε σχέση με την αίγλη του αρχαίου μας πολιτισμού, ως ιδανικό ανθρώπινο δημιούργημα και στις τέχνες αλλά και τους θεσμούς. Ένας πολιτισμός που ενέπνευσε πολλούς εκείνη την εποχή να επισκεφτούν την σκλαβωμένη Ελλάδα για να αναζητήσουν κάτι από την ιδανική εκείνη εικόνα που είχαν δημιουργήσει στο μυαλό τους, μέσα στα αρχαία της ερείπια που κείτονταν παντού. Κι όταν άκουσαν για την κήρυξη της Ελληνικής Επανάστασης δημιούργησαν ένα ισχυρό φιλελληνικό κίνημα, οραματιζόμενοι την ανάσταση ενός Έθνους με ήθος και ιδέες, που όχι μόνο άντεχαν στον χρόνο αλλά υπόσχονταν την αναζωογόνηση στην πολιτική μονολιθικότητα της Ευρώπης.
Όλοι αναζητούσαν λίγη από την λάμψη των Αρχαίων, δυστυχώς, μη λαμβάνοντας υπόψιν ότι οι αυτό που μπόρεσαν να δημιουργήσουν οι αρχαίοι ημών πρόγονοι, ήταν κάτι μοναδικό στην ιστορία της ανθρωπότητας και δυστυχώς μη επαναλαμβανόμενο, κυρίως από εμάς τους απογόνους τους.
Μένω στην τραγική διαπίστωση της τελευταίας σου παραγράφου Βασίλη μου. Βέβαια οφείλω να δώσω σοβαρή πίστωση στο λαό μας. Ο λόγος; Απλός μα και σύνθετος. Κανένας άλλος λαός της Ευρώπης, πλην Ισπανών, δεν ένιωσαν στο πετσί τους την κτηνωδία του εσωτερικού φασισμού και το μισερό κράτος που στήθηκε στο αίμα και στο κυνήγι. Κανένα κράτος της Ευρώπης δεν είδε τους δοσίλογους δολοφόνους να γίνονται επίσημη εξουσία. Κανένα! Και ο βιασμός της ιστορίας φίλε Βασίλη δεν θα κλείσει ΠΟΤΕ!
ΑπάντησηΔιαγραφήΣτα του Λόρδου Βύρωνα. Πολύ "ζωηρός" ο μεγάλος αυτός ποιητής έτσι; Βέβαια στα "εικάζεται" έχουμε και παρεκτροπές σοβαρότατες. Αυτό μένει βέβαια στο "εικάζεται".
Η ουσία είναι, φίλε μου, ότι διαβάσαμε μία ακόμα εξαίρετη παρουσίασή σου για ένα πολύ μεγάλη πρόσωπο της Νεοελληνικής ιστορίας. Και το "ευχαριστώ" μας το δικαιούσαι άπλετα φίλε μου.
Καλό Σαββατοκύριακο.
Ναι, είναι η αλήθεια ότι η χώρα τράβηξε πολλά και τον προηγούμενο αιώνα, δυστυχώς και αυτόν αλλά φοβάμαι ότι δεν είναι μόνο θέμα χρόνου. Ίσως μια κατάρα να μας δέρνει ως λαό, σαν να φοβόμαστε τα ύψη και αρκούμαστε πια στις πολύ χαμηλές πτήσεις. Ακόμα και οι λεγόμενοι διανοούμενοι που θα έπρεπε να δείχνουν το δρόμο, ακόμα κι αυτοί έχουν λουφάξει όλα τα τελευταία χρόνια. Δυστυχώς, η ανάταση δεν μου είναι ορατή.
ΔιαγραφήΕυχαριστώ για τα καλά σου λόγια! Την καλημέρα μου, Γιάννη!
Ίσως τελικά, να μην "στέριωνε" με κανέναν και γι' αυτό βρίσκονταν σε μια διαρκή αναζήτηση, γιατί κανείς δεν του έδινε, αυτό που του έδινε η Ελλάδα! Προσωπικά στέκομαι στην ουσιαστική αγάπη του για μια χώρα που δεν ήταν πατρίδα του, μα στην ψυχή του, την αγάπησε πολύ.
ΑπάντησηΔιαγραφήΜακάρι, ο σύγχρονος Έλληνας, να είχε λίγη από αυτή την αγάπη.
Καλό Σαββατόβραδο Βασίλη :)
Ναι, αυτό είναι και το πιο σημαντικό για μας τους Έλληνες. Θυσίασε τα πάντα, κυρίως την άνετη ζωή, που θα μπορούσε να κάνει στην Αγγλία μέχρι τα βαθιά γεράματα, για να έλθει στη χώρα μας, να αγωνιστεί για την Ελευθερία της, στο χειρότερο σημείο, το Μεσολόγγι, και τελικά να καταλήξει από τις κακουχίες. Αγάπησε την Ελλάδα, παθιάστηκε με την Επανάσταση, πέθανε εδώ, στη χώρα του φωτός. Δεν το λες και λίγο.
ΔιαγραφήΤην Καλημέρα μου, Μαρίνα!
Ήξερα ελάχιστα για το έργο του και πρωτοδιαβάζω εδώ αυτό το εξαιρετικό του ποίημα "Η κατάρα της Αθηνάς". Δεν ξέρω αν θα υπάρξουν ξανά τέτοιοι φιλέλληνες που θα θυσιάσουν την άνετη ζωή τους για ένα τόσο άδοξο τέλος. Το ότι κατακεραύνωσε τον Έλγιν και τους βέβηλους που κατέστρεψαν τον Παρθενώνα, προκαλεί μοιραία το συνειρμό με τη σημερινή εικόνα του ιερού βράχου. Και δεν ξέρω για τους σημερινούς βέβηλους, ποιος θα βρεθεί να υπερασπιστεί τα αρχαία μας μάρμαρα...
ΑπάντησηΔιαγραφήΕυχαριστούμε Βασίλη γι' αυτό το ιδιαίτερο αφιέρωμα σ' έναν πραγματικό ευγενή που αγάπησε και βοήθησε τόσο τη χώρα μας!
Το ποίημα που αναφέρεις, που κι εγώ το διάβασα πρώτη φορά, με εντυπωσίασε από την μια για τις λεπτομερείς περιγραφές της περιοχής που αντικρίζεις και τα έντονα συναισθήματα που εκφράζει. Βέβαια χαμογέλασα όταν ρίχνει την ευθύνη στον Έλγιν , διότι είναι Σκωτσέζος αλλά σύντομα ανασκευάζει για να μην τους πάρει όλους η μπάλα. Ευχαριστώ, Μαρία για την παρέμβαση. Την Καλημέρα μου!
ΔιαγραφήΈνας λαμπρός φιλέλλην που αγάπησε τη χώρα μας πιο πολύ από τη ζωή του. Ο φιλελληνισμός μας έσωσε κατά κύριον λόγο τότε. Αυτο το αρχαίο πνεύμα το λάτρεψαν οι ξένοι περισσότερο κι από εμάς. Εμείς για κομπασμό το χρησ/με ακόμη.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤο ποίημα δεν το είχα διαβάσει όλο. Υπέροχο. Αυτό με την Παλλάδα λέω.
Όσο για το τι δημιούργησαν οι αρχαίοι...σε πιάνει δέος αν τα βάλεις όλα κάτω. Σήμερα; Τίποτε. Το απόλυτο τίποτε! Και δεν είναι μόνο στη χώρα μας. Δυστυχώς.
Ωραίο θέμα Βασίλη
Καλησπέρα σου
Σίγουρα ο αρχαίος Ελληνικός Πολιτισμός είναι ανεπανάληπτος, διότι δούλεψε με το μυαλό των ανθρώπων, φανέρωσε ιδέες, ανακάλυψε όλα εκείνα που κάνουν όμορφη τη ζωή. Σε αντίθεση με τον σημερινό, που στηρίζεται μόνο στα τεχνολογικά επιτεύγματα, που πάντα έχουν ημερομηνία λήξης. Όσο για μας, άσε το, ούτε στις ιδέες, ούτε στη τεχνολογία, κάτι γίνεται στο εμπόριο αλλά μέχρι εκεί.
ΔιαγραφήΤην Καλημέρα μου, Άννα!
Δεν ήξερα προσωπικά στοιχεία για εκείνον, μόνο τα της δημόσιας ζωής του, ωστόσο δεν σου κρύβω Βασίλη μου, ότι έχω πλέον διχασμένη άποψη. Με σημαντική προσφορά ως Έλληνας πολίτης από επιλογή, η προσωπική ζωή όμως παύει να είναι θέμα επιλογής, όταν εμπλέκονται ανήλικα παιδιά. Ήδη όταν διάβασα ότι ερωτεύτηκε ένα 13χρονο κορίτσι, ένιωσα περίεργα και μου το επιβεβαίωσες παρακάτω. Στην εποχή μας -τών σόσιαλ μίντια- θα είχε γίνει πρωτοσέλιδο, όχι (μόνο) για την αγάπη του για τη χώρα μας.. Η ανάρτησή σου όμως πολύ διαφωτιστική όπως πάντα. Κρατώ το "φιλέλλην" για να ησυχάσει το μέσα μου. Καλό βραδάκι.
ΑπάντησηΔιαγραφήΘα πρέπει να υπολογίσουμε και τη δεδομένη εποχή, που έγιναν αυτά. Τότε δεν είχε την ίδια αντιμετώπιση όπως σήμερα. Στην κοινωνία οι γάμοι μικρών κοριτσιών με πολύ μεγαλύτερους τους, ήταν όχι μόνο αποδεκτό μα και σύνηθες. Για την ιστορία, αργότερα η Τερέζα Μακρή αργότερα παντρεύτηκε κάποιον Άγγλο αξιωματικό, έκανε οικογένεια, αλλά αυτός όταν πέθανε την άφησε σε απόλυτη ένδεια.
ΔιαγραφήΘα πω μόνο αυτό. Ευτυχώς, που οι εποχές έχουν αλλάξει και στηλιτεύονται τέτοιου είδους συμπεριφορές. Προσωπικά θα μείνω στην μεγάλη του αγάπη για τα ιδεώδη της Ελλάδας.
Την Καλημέρα μου, Πέτρα.