Στη Δράμα κατεβαίνω τακτικά. Αν και το χωριό που μένω δεν είναι μικρό, το μεγαλύτερο μέρος των καθημερινών μας αναγκών τις διεκπεραιώνουμε στη γειτονική μας πόλη. Ψώνια, γιατρούς, φροντιστήρια των παιδιών, διασκέδαση. Έτσι κι εκείνη την ημέρα, αρχές καλοκαιριού ήταν, βρέθηκα εκεί, για κάποιον λόγο που δεν θυμάμαι. Θυμάμαι όμως την ανυπόφορη, απογευματινή ζέστη. Μέσα στην παραζάλη του ξυπνήματος από τον μεσημεριανό μου ύπνο, η ώρα στο ρολόι που φορώ πάντα στο δεξί χέρι, τραβήχτηκε μια ώρα πίσω. Αλαφιασμένος, έριξα λίγο νερό στο πρόσωπο μου για να ξυπνήσω, ντύθηκα στα γρήγορα και χωρίς καν να δώσω σημασία στην θέση του ήλιου που ήταν ακόμα ψηλά ή στην απόλυτη ησυχία που σκέπαζε ακόμα το χωριό, μπήκα στο αυτοκίνητο μου και ξεκίνησα.
Περνώντας τον Αγγίτη, η ματιά μου πέφτει στο ρολόι του καντράν, αμέσως επιβεβαιώνω αυτό που έβλεπα τώρα καθαρά πλέον και στο ρολόι του δεξιού μου χεριού, βλαστήμησα την τύχη μου, τσάμπα η βιασύνη, γρήγορα όμως ξαναβρήκα την συνηθισμένη μου απάθεια, όταν υπολόγισα ότι είχα τον χρόνο για έναν κρύο καφέ, τον οποίο αληθινά τον χρειαζόμουν εκείνη την ώρα. Φτάνοντας στην άδεια πόλη, πατώντας την άσφαλτο που έκαιγε παραμορφώνοντας τον αέρα στην επιφάνεια του δρόμου που είχα μπροστά μου, κατευθύνθηκα προς την καφετέρια που τα τελευταία χρόνια φοιτούσα. Φοιτούσα, από τα φοιτητικά μου χρόνια μου άρεσε να χρησιμοποιώ τη λέξη με την αρχαία της σημασία, όταν κολλούσα σε κάποιο στέκι. Σύχναζα τα τελευταία χρόνια στη συγκεκριμένη καφετερία με τα γνωστά κοκτέιλ, τα οποία ο ιδιοκτήτης της έφτιαχνε κάθε βράδυ, όταν το μαγαζί μετατρεπόταν σε ένα συνοικιακό μπαράκι με θαμώνες κυρίως της μέσης ηλικίας και διάσπαρτα νεότερους, κουρασμένους από τα ορθάδικα, παντός τύπου Ελληνάδικα. Πάρκαρα σε έναν κοντινό παράδρομο, κατευθύνθηκα γρήγορα προς τα εκεί, ο ήλιος έπεφτε πια από την πίσω πλευρά του κτιρίου, τα τραπέζια όλα άδεια, κάθισα σε ένα γωνιακό τραπέζι δίπλα τον δρόμο μακριά από τον ανεμιστήρα που εκτόξευε σταγονίδια νερού απέναντι μου, με εκνεύριζε αυτό το πιτσίλισμα, ελπίζοντας ότι θα ήμουν στη σωστή θέση όπου το απογευματινό αεράκι, που κατέβαινε από τον Κορύλοβο, θα μπορούσε να με δροσίσει.
Παράγγειλα Freddo, αυτός ήταν ο εθνικός μας καφές πια, άνοιξα το κινητό μου έτοιμος να σερφάρω στις σελίδες του Facebook, με την αδημονία κάποιου που φοβάται μήπως χάσει κάποια συνταρακτική είδηση, ικανή να τον επηρεάσει για όλη του τη ζωή. Δεν πρόλαβε ακόμα να εμφανιστεί η πρώτη εγγραφή στην οθόνη και βλέπω τα χέρια της κοπέλας με τα μπλε βαμμένα, στολισμένα με στρασάκια νύχια, να αφήνει τον καφέ μπροστά μου, σηκώνω το κεφάλι να την ευχαριστήσω, εκείνη ήδη είχε προλάβει να μου γυρίσει την πλάτη κρύβοντας μου τη θέα από την πελάτισσα που μόλις είχε καθίσει στο διπλανό τραπέζι, παίρνοντας παραγγελία. «Νες με γάλα, χωρίς ζάχαρη.» την άκουσα να λέει. Ξαναγύρισα στην οθόνη του κινητού μου, οι φίλοι μου πόσταραν φωτογραφίες από λουκούλια γεύματα από κάποιο παραλιακό ουζερί, τι ηλίθια συνήθεια σκέφτηκα, γιατί τόση καΐλα να επιδεικνύουν αυτά που σε λίγη ώρα θα βρίσκονται πολτοποιημένα στο στομάχι τους, για να μην το συνεχίσω και παραπέρα….
« Κύριε, μπορώ να σας ρωτήσω κάτι; »Σήκωσα το βλέμμα μου προς τη φωνή που ακούστηκε, ήταν εκείνη που πριν από λίγο είχε καθίσει στο διπλανό τραπέζι, έγνεψα θετικά αφήνοντας ένα «ναι» να ακουστεί απρόθυμα.
«Μήπως ξέρετε κάποιο μέρος, γύρω από τη Δράμα που να αξίζει να το επισκεφτώ;»
«…Ναι…» απαντώ και πάλι, αφήνοντας ένα μικρό, κενό διάστημα πριν και ένα ακόμα μεγαλύτερο μετά, προσπαθώντας να κερδίσω χρόνο μέχρι να καταλάβω ποιος με ρωτούσε και τι έπρεπε να απαντήσω. Αδύνατη, ντυμένη στα κατάμαυρα, με ένα τσιγάρο στο χέρι, τα μαλλιά της μακριά, βιαστικά χτενισμένα μα κατάμαυρα, το πρόσωπο της ταλαιπωρημένο από τα χρόνια, οι ρυτίδες πρόδιδαν την ηλικία της, πάνω από εξήντα πέντε σίγουρα, τα χείλη της βαμμένα μπορντό.
«Από πού είστε;» με ρωτάει προτού της απαντήσω οτιδήποτε.
«Από ένα χωριό εδώ κοντά» της απάντησα αμήχανα.
«Ξέρετε γιατί σας ρωτώ; Βρίσκομαι εδώ και λίγες μέρες στη Δράμα, γιανα δω την μητέρα μου, μεγάλη σε ηλικία πια, την κοιτάζει βέβαια η αδελφή μου, αλλά την ξεκουράζω τα πρωινά, τα απογεύματα όμως δεν έχω τι να κάνω, εμένα μου αρέσουν πολύ τα ταξίδια, να γνωρίζω νέα μέρη, η πατρίδα μας είναι γεμάτη από όμορφα μέρη, έλεγα μήπως μπορείτε να μου συστήσετε κάποιο κοντινό αξιοθέατο, που να αξίζει να το επισκεφτώ.»
Ήταν φανερή η αγωνία της, να διαλύσει όσο πιο γρήγορα μπορούσε την κάθε επιφύλαξή μου.
«Δεν μένετε εδώ;» ρώτησα αν και ήδη είχε αναφέρει ότι μόλις λίγες μέρες είχε που βρισκόταν εδώ.
«Όχι, η καταγωγή μου είναι από τη Δράμα, αλλά όλη μου τη ζωή την έζησα στη Αθήνα. Μπορείτε να φανταστείτε τι δουλειά μπορεί να έκανα, κύριε…;»
«Βασίλης, κυρία μου.»
«Μάλιστα κύριε, Βασίλη. Σας ρώτησα αν μπορείτε να φανταστείτε ποια ήταν η επαγγελματική μου ενασχόληση, τι λέτε λοιπόν;»
«Κυρία μου! δεν είμαι καλός σε αυτά.» απάντησα κρύβοντας όσο μπορούσα τον εκνευρισμό μου, γενικά δεν μου αρέσουν τέτοιου είδους οικειότητες, ειδικά με κάποιαν άγνωστη σε μένα, δεν χρειαζόταν να ξέρω καν το όνομά της, προτιμούσα να συνεχίσει να μου είναι μια εντελώς άγνωστη.
«Δικαστικός ήμουν, κύριε Βασίλη, μέχρι τα ανώτερα αξιώματα έφθασα, μάλιστα! Για δέκα χρόνια ήμουν εισαγγελικός λειτουργός, προϊσταμένη σε υποθέσεις του οργανωμένου εγκλήματος. Ξέρετε τι έχουν δει τα μάτια μου και τι έχω ακούσει με τα ίδια μου τα αυτιά; Δεν μπορείτε να ξέρετε! Δέκα χρόνια άντεξα, έφυγα από εκεί ψυχικά διαλυμένη. Στην αρχή με είχε συνεπάρει όλο αυτό. Ένιωθα ικανοποιημένη, πίστευα αφελώς ότι είχα τη δύναμη να κτυπήσω το οργανωμένο έγκλημα στην καρδιά του. Μέρα νύχτα ανέκρινα ανθρώπους που η έκφραση του προσώπου τους σε εμπόδιζε να δεις τι έκρυβαν στο μυαλό τους, που μέσα στα μάτια τους το μόνο που έβλεπα ήταν η περιφρόνηση στο πρόσωπό μου. Διάβαζα και έγραφα δικογραφίες, μελετούσα από την αρχή όλον τον ποινικό κώδικα, δεν ήθελα να μου ξεφύγει τίποτα, ακόμα και στο σπίτι μου μετέφερα τη δουλειά, λάθος μου αυτό. Ικανοποίηση ένιωθα μόνο όταν κατόρθωνα να απαλλάξω την κοινωνία από την παρουσία όλων αυτών των ανθρώπων. Προαγωγοί, ναρκέμποροι, πληρωμένοι δολοφόνοι. Μα δεν προλάβαινες να καθαρίσεις μια περιοχή και σε λίγο μόλις χρονικό διάστημα μια νέα γενιά από δαύτους εμφανιζόταν.»
«Πρέπει να ήταν πολύ ενδιαφέροντα, αλλά αγχωτικά όλα αυτά που έζησες!» προσπάθησα να της δώσω μια ευκαιρία να πάρει μια ανάσα, αλλά συγχρόνως η συζήτηση άρχισε παραδόξως να ενδιαφέρει κι εμένα.
«Ναι, ήταν! Ήμουν καλή στη δουλειά μου. Ξέρετε είχα την ικανότητα να διαπερνώ την ψυχρή τους όψη και να βλέπω στο βάθος της ψυχής τους. Από τη φυσιογνωμία και μόνο ήξερα που θα οδηγούσε η κάθε υπόθεση. Όσο κι αν θεωρούσαν ότι εύκολα θα ξεμπέρδευαν μαζί μου, εκμεταλλευόμενοι την γυναικεία μου φύση, γρήγορα το μετάνιωναν. Δεν άφηνα τίποτα στην τύχη, τίποτα δεν μου ξέφευγε. Πολύ γρήγορα καταλάβαιναν κι αυτοί και οι συνήγοροι τους, ότι τα πράγματα δεν ήταν εύκολα μαζί μου. Στο τέλος έσκυβαν το κεφάλι και αποχωρούσαν σχεδιάζοντας από την αρχή την υπερασπιστική τους γραμμή.
«Μήπως μπορείτε να μου αναφέρετε κάποια υπόθεση σας, κάποια με κάποιο τρανταχτό όνομα της πιάτσας;» την τσίγκλησα εγώ βλέποντας την ότι είχε τη διάθεση να αναφερθεί στα χρόνια εκείνα.
«Όχι, δεν θα σου πω τίποτα τέτοιο. Υπάρχει πολύ βρωμιά στον κόσμο, τόση που για εσάς που κινείστε το φως της ημέρας δεν χρειάζεται να ξέρετε πολλά. Έτσι δεν είναι; Από την όψη σου και μόνο καταλαβαίνω ότι δεν έχεις καμία σχέση με τον κόσμο αυτό. Ποτέ μου δεν λάθεψα! Ούτε τότε, που ξαφνικά διαλύθηκε το σπίτι μου. Ο άντρας μου αστυνομικός ήταν, της ασφάλειας, στη δουλειά μας γνωριστήκαμε, κάναμε οικογένεια, έχω δύο παιδιά, κάνουν τη ζωή τους τώρα. Εκείνος βγήκε νωρίς στη σύνταξη, ήταν τότε που εγώ ξημεροβραδιαζόμουν προσπαθώντας να μην μου ξεφύγει κανένας εγκληματίας. Μια Κυριακή βγήκαμε για φαγητό οι δυο μας. Καθόταν απέναντι μου, έβλεπα το πρόσωπο του, μετά από πολύ καιρό είχα την ευκαιρία να τον δω από τόσο κοντά, δεν χρειάστηκα παρά μόνο λίγα λεπτά για να διαβάσω αυτά που μου έκρυβε. Δυστυχώς, δεν λάθεψα! Μακάρι να είχα κάνει λάθος. Δεν ήταν πια μαζί μου! Όχι μόνο το παραδέχτηκε αμέσως, αλλά μόλις επιστρέψαμε στο σπίτι, μάζεψε τα πράγματά του και έφυγε. Δεν πρόλαβα καν να τον διώξω εγώ. Βουλγάρα ήταν. Τον ερωτεύτηκε, μου είπε. Ο βλάκας. Τα λεφτά του ήθελε. Τυχαία λέει συναντήθηκαν, μα πόσο βλάκες είστε εσείς οι άντρες! Ξαφνικά όλες οι μεσήλικες Βουλγάρες ερωτεύτηκαν τα δικά μας ραμολιμέντα. Κύκλωμα είναι, ψάχνουν δικούς μας με παχυλές συντάξεις, ναι αυτές οι συντάξεις για τις οποίες εμείς κλαιγόμαστε είναι θησαυρός γι΄αυτές, τους την πέφτουν στη ψύχρα, τους κάνουν αυτά, που εμείς αποκαμωμένες από τα τόσα χρόνια συμβίωσης έχουμε ξεχάσει και ξαφνικά βρισκόμαστε μόνες μας, ενώ αυτές γλεντούν το υπόλοιπο της ζωή τους. Είναι αβάσταχτη η μοναξιά σε αυτήν την ηλικία, να το θυμάσαι αυτό. Κύκλωμα είναι, άκου που σου λέω, ξέρω!»
Μια σιωπή επικράτησε για λίγο, αφήνοντας με άφωνο για την τροπή της συζήτησης. Δυσκολευόμουν από τη μία να πιστέψω τα περί οργανωμένου κυκλώματος μεσηλίκων Βουλγάρων που την έπεφταν σε δικούς μας συνταξιούχους, αλλά από την άλλη μου ήταν δύσκολο να την αμφισβητήσω. Αντίθετα αυτό που διέκρινα στο πρόσωπό της τώρα, ήταν πόνος, βαθύς. Τα μάτια της είχαν υγρανθεί, οι ρυτίδες στο πρόσωπο της πολλαπλασιάστηκαν, τα μαλλιά της έχασαν την λάμψη τους, τα χέρια της έτρεμαν. Άλλαξα την κουβέντα, μου ήταν αδύνατον να βλέπω αυτήν την γυναίκα, που σύμφωνα με τα δικά της λεγόμενα, είχε αντιμετωπίσει κατάματα τους πιο σκληρούς εγκληματίες της χώρας, αδύναμη μπροστά μου, καταπονημένη από την επαγγελματική της ευσυνειδησία, διαλυμένη από τη μοναξιά της.
«Ξέρετε στο χωριό μου, την Αλιστράτη, έχουμε ένα πολύ ωραίο Σπήλαιο! Ίσως θα μπορούσατε ένα πρωινό να το επισκεφτείτε. Ξέρετε, είναι ένα από τα διασημότερα της Ευρώπης!».
Αυτή τη φορά δεν είπε τίποτα. Κάρφωσε τα μάτια της πάνω μου, για λίγα δευτερόλεπτα με διαπέρασε ολόκληρο, την ένιωσα σαν να με ακτινογραφούσε, γύρισε προς το τραπέζι της, σήκωσε τον καφέ της και ρούφηξε μια γουλιά, μου γύρισε την πλάτη της.
Μάρτης 2020













