Κυριακή 13 Νοεμβρίου 2022

Το Φτερούι


  Ποτέ δεν του άρεσαν οι πόλεις. Ειδικά οι μεγαλουπόλεις με τις αχανείς διαδρομές και τους ουρανοξύστες που σου κρύβουν τον ορίζοντα. Και στην τηλεόραση που τις έβλεπε, ενώ οι υπόλοιποι της παρέας εκστασιάζονταν αυτός μαζευόταν σφιχτά, σαν να προστάτευε τον εαυτό του από την πολυκοσμία, το ψυχρό φως των λαμπτήρων και την τραχύτητα της.

 Παιδί του χωριού ήταν, ενός μικρού ορεινού χωριού της Μακεδονίας, με ελάχιστους κατοίκους, κτηνοτρόφοι οι περισσότεροι, κάποιοι λίγοι ασχολούνταν και με την υλοτομία. Όλοι γνωρίζονταν μεταξύ τους, με το μικρό όνομα προσφωνούνταν όταν διασταυρώνονταν στα στενά σοκάκια, πολλές φορές χρησιμοποιούσαν και τα παρατσούκλια τους. Πολλούς τους ήξεραν μόνο με αυτό, το οποίο με την αναπάντεχη γλωσσική τους ευπλαστία, τους φόρτωναν απολύτως εύστοχα οι συγχωριανοί τους. Αυτόν, όλοι τον ήξεραν ως το "Φτερούι".
 Μόνο όταν έφυγε από το χωριό του, τότε επιτέλους ευτύχησε να ακούσει το όνομά του, Νίκο τον έλεγαν, ολοκάθαρα να βγαίνει από τα στόματα των συνομιλητών του.
 Λιανός και αδύναμος ήτανε, καμιά σχέση με τα άλλα γεροδεμένα αγόρια του χωριού, φτερό στον άνεμο που συχνά πυκνά σήκωνε και τις πέτρες στην περιοχή τους, αυτός ήτανε το φτερό που σίγουρα με το πρώτο φύσημα θα χανόταν από εκεί, όλοι το ήξεραν, πρώτα πρώτα αυτός ο ίδιος, ότι δεν ήταν γεννημένος για να βιοποριστεί στη σκληρή ζωή του βουνού.

 Τα γράμματα ήταν η μόνη διέξοδός του, αυτά έβαλε στη ζωή του από νωρίς, αυτά ήταν το εισιτήριο του για να φτιάξει ένα καλύτερο μέλλον για τον εαυτό του. Από το Γυμνάσιο ως το Λύκειο, και μετά στο Πανεπιστήμιο, παρέμενε κοντά στον τόπο του. Στο Οικονομικό πήγαινε με χαρά διότι έβλεπε ότι οι σπουδές που έκανε, του ταίριαζαν μα συγχρόνως δυσφορούσε με τη ζωή, που ήταν αναγκασμένος να υπομένει στην πόλη που σπούδαζε. Έμενε σε μία γκαρσονιέρα σε μια παλιά πολυκατοικία, κοντά στον Άη Δημήτρη, σ' ένα στενό και ανήλιαγο δρόμο, όπου τα διπλοπαρκαρισμένα αυτοκίνητα καταλάμβαναν τα μαυρισμένα από το καυσαέριο πεζοδρόμιο. Όταν η κατάσταση έφτανε στο απροχώρητο και ένιωθε ότι ο αέρας που ανάσαινε δεν τον έφτανε, ανέβαινε το κλιμακοστάσιο κι έβγαινε στην ταράτσα, όπου από την μια πλευρά μπορούσε να δει τον Θερμαϊκό και στο βάθος, πέρα από την άχνα του Αξιού, τον ασπρισμένο Όλυμπο να στέκει αγέρωχος, όμορφος, στιβαρός. Καθόταν και τον χάζευε για ώρα μέχρι που ερχόταν και πάλι στα καλά του, η θέα του και μόνο είχε τη δύναμη να τον συνεφέρνει, θυμίζοντας του πως είναι να ζεις μέσα στην καθαρότητα της αμόλυντης ατμόσφαιρας.
 Πήρε γρήγορα το πτυχίο του και αμέσως μετά το στρατιωτικό βρήκε δουλειά στην Αθήνα, στο λογιστήριο μιας μεγάλης εταιρίας ως βοηθός στην αρχή. Τα λεφτά ήτανε καλά, φαινόταν ότι είχε συνηθίσει πια και την βουή της πόλης, όλα μια ιδέα είναι έλεγε ξεγελώντας πρώτα πρώτα τον εαυτό του. Όλα πήγαιναν καλά στη ζωή του, δεν άργησε να συνδεθεί και με μία κοπέλα που εργαζόταν κι αυτή στην ίδια εταιρία και μέχρι να το καταλάβει βρέθηκε παντρεμένος. Είχε προτείνει, μήπως και γινόταν ο γάμος στο χωριό του, αλλά εκείνη ήταν ανένδοτη, δεν ήταν τα βουνά τόπος κατάλληλος για να παντρευτούν, έτσι του είπε και έκλεισε η κουβέντα. Ακολούθησε και ο πρώτος τους γιός, μετά από λίγο έφτασε και η κορούλα τους, θα έλεγε κάποιος ότι ήταν ευτυχισμένος. 

 Τα χρόνια περνούν γρήγορα, τα παιδιά του μεγάλωσαν, ήταν πια κι αυτά φοιτητές, στο χωριό δεν πήγαινε πια κανένας τους. Μικρά όταν ήταν, μπορούσε να πείθει και την γυναίκα και αυτά και να περνούν λίγες μέρες από τις διακοπές τους στο πατρικό του, όταν όμως έγιναν μαθητές του Γυμνασίου, αρνούνταν πεισματικά να τον ακολουθήσουν, ήθελαν διακοπές κάπου παραθαλάσσια ή να μένουν στην πόλη, δεν τους πείραζε έτσι σταμάτησε κι αυτός να πηγαίνει στο χωριό, τους ακολουθούσε στις επιλογές τους, ήθελε δεν ήθελε.
 Πριν από δύο χρόνια ο γιός του, απόφοιτος με Άριστα και με μεταπτυχιακό από το Οικονομικό των Αθηνών, βρήκε δουλειά στη Νέα Υόρκη, μια διεθνής εταιρία έψαχνε να εκπαιδεύσει στελέχη πάνω σε μια νέα πατέντα που είχε σχέση με την άυλη διακίνηση του χρήματος κι αυτός ήταν μέσα στις πρώτες επιλογές τους. Όλοι χάρηκαν για την ευκαιρία που του δινόταν από τα πρώτα κιόλας βήματα της επαγγελματικής ζωής του, μα δεν μπορούσαν να κρύψουν και την στενοχώρια τους καταλαβαίνοντας ότι θα τον έχαναν από κοντά τους, θα ζούσε πια σε ένα πολύ μακρινό μέρος, με γεμάτο εμπόδια τον δρόμο της επιστροφής στην Πατρίδα. 
 Δεν άργησε κι αυτός να κάνει το ταξίδι στην Αμερική, ο γιός του φρόντιζε να τον προσκαλεί συνεχώς, ήθελε να τον επισκεφτεί, να του δείξει πόσο καλά περνούσε εκεί στα ξένα μέρη, πόσο γρήγορα πήρε την πρώτη του προαγωγή και πόσο πολύ τον εκτιμούσαν οι συνάδελφοι του.
 Από την πρώτη στιγμή που πάτησε εκεί το πόδι του, κάτι αλλόκοτο τον κατέτρωγε, τίποτε δεν τον ευχαριστούσε, όλα τα μεγάλα και θαυμαστά που έβλεπε του, όπου κι αν τον πήγε ο γιός του, όλα του φαίνονταν άνευ αξίας και ανούσια.

 Το πρωινό της πρώτης Κυριακής, έφτιαξαν καφέ και ο γιος του του ζήτησε να τον ακολουθήσει. Πήραν το ασανσέρ και ανέβηκαν ως το τέρμα, κι από εκεί ακολούθησαν μια στενή σκάλα μέχρι που βγήκαν στην ταράτσα του ουρανοξύστη, που έμενε. Ακούμπησαν στο περβάζι με την κούπα του καφέ στα χέρια τους. Από τη μια μεριά ο πατέρας, που ο αγέρας του έπαιρνε τα μαλλιά που είχαν αρχίσει να γκριζάρουν και από την άλλη ο γιος με όλη την ικμάδα της νιότης του.

"Πώς σου φαίνεται από δω πάνω η Νέα Υόρκη, πατέρα;"
"Τι να σου πω παιδί μου, δεν βλέπω κάτι που να μου αρέσει. Εντυπωσιακό το θέαμα, δεν λέω, αλλά δεν μου αρέσει!"
"Τι δεν σου αρέσει, δηλαδή;"
"Κοίτα κάτω! Εκεί, στις λεωφόρους ανάμεσα στις πολυκατοικίες. Εκεί, που ο ήλιος δεν μπορεί να φτάσει και οι άνθρωποι καταντούν χλωμοί σαν άρρωστοι. Τώρα κοίτα πέρα, εκεί που οι ουρανοξύστες διακόπτουν την καθαρότητα και την συνέχεια του ουρανού. Αυτά βλέπω εγώ και να είσαι σίγουρος ότι σε κανέναν δεν αρέσουν."
"Οι ανάγκες της εποχής, είναι αυτές, πατέρα. Δεν θαυμάζεις όμως την ικανότητα του Λαού, που έφτιαξε αυτό το θαύμα που βλέπεις μπροστά σου;"
"Αν τον θαυμάζω; Ναι! Αλλά δεν είναι αυτό το θέμα. Σκέπτομαι εσένα που θα φας τα νιάτα σου εδώ, σε αυτό το τσιμεντένιο χάος, σε έναν ξένο τόπο και λυπάμαι."
"Λυπάσαι για την πρόοδο που έχω πετύχει, για την ευκαιρία που μου δίνεται να φτιάξω την ζωή μου; Τι να σου πω, ρε πατέρα; Περίμενα ότι θα χαιρόσουν με την επιτυχία μου. Εγώ λυπάμαι!"
"Μην παρεξηγείς τα λόγια μου! Δεν είπα ότι δεν χαίρομαι με ότι έχεις πετύχει. Ίσα ίσα που είμαι πολύ περήφανος για την εξέλιξή σου. Αλλά, ειλικρινά δεν μπορώ να καταλάβω πως οι άνθρωποι επιβιώνουν σε μια τέτοια πόλη. Όλη την ημέρα κλεισμένοι μέσα στα γραφεία τους, δίχως κάπου να βγουν για να τους κτυπήσει λίγο το φως, ο καθαρός αέρας. Για να σου πω την αλήθεια, θα σε ήθελα κάπου κοντά μας, σε μια πιο ανθρώπινη πόλη, όπως την Αθήνα. Μέχρι τώρα την αντιμετώπιζα απαξιωτικά αλλά τώρα κατάλαβα ότι είχα άδικο. Η Αθήνα είναι ανθρώπινη, δεν έκρυψε τον ουρανό της όπως αυτοί εδώ. Αυτό με στενοχωρεί γιέ μου."
"Το ξέρεις πατέρα, η χώρα μας δεν δίνει ευκαιρίες."
"..."
"Αλλά δεν ξέρεις ποτέ, ίσως κάποια μέρα τα καταφέρω και επιστρέψω. Όλα είναι δυνατά."
"Φτάνει να το θέλεις κι εσύ γιε μου. Τίποτε δεν πρόκειται να γίνει αν αφήσεις τη ζωή σου σαν φτερό να την πάρει ο άνεμος, προς όπου φυσά."
"..."
"Πάμε κάτω, γιε μου! Φοβάμαι μην αρπάξω κανένα κρύο εδώ πάνω. Ότι ήταν να δω το είδα."

(μετά από έναν χρόνο)
 Ο Νίκος έχει εγκαταλείψει την οικογένεια του, την Αθήνα που ζούσε τα τελευταία τριάντα χρόνια. Λίγους μήνες μετά το ταξίδι του στην Αμερική επέστρεψε στο χωριό του. Οι δικοί του έχουν φύγει πια, το σπίτι τους εγκαταλειμμένο από καιρό, αλλά κάθε μέρα φτιάχνοντας από λίγο, το ανασταίνει και πάλι. Το βράδυ βγαίνει στο μοναδικό καφενείο του χωριού με την μαντεμένια σόμπα να καίει στην μέση κι ακούει τους ντόπιους. Κυρίως τους μεγαλύτερους, που ενθυμούμενοι ιστορίες αληθινές ή φανταστικές, θέλουν να τις διηγηθούν πριν αποχωρήσουν απ'  αυτόν τον κόσμο. Κάποιες φορές ζητούν κι από αυτόν να πει κάτι από την εμπειρία του στην μεγάλη πόλη - Νίκο τον φωνάζουν κι αυτοί πια, από σεβασμό για την απόφασή του, ξέχασαν το "Φτερούι" αλλά εκείνος αρνείται ευγενικά. Θέλει να ακούει, έχει ανάγκη να μαζέψει πίσω όλη την παρεξηγημένη σοφία του τόπου του, που ο χρόνος αδυσώπητα φρόντισε να χάσει. Αυτά που κάποτε απεχθανόταν σε αυτόν τον τόπο τώρα τα θεωρεί τα πιο σημαντικά απ'  όλα. Από την δουλειά του ήδη τον έχουν απολύσει. Ούτε τα ένσημα για σύνταξη δεν έχει μαζέψει ακόμη. Η γυναίκα του, του κλάφτηκε στο τηλέφωνο που την άφησε μόνη, στη συνέχεια του ούρλιαξε με οργή, μέχρι που στο τέλος τον σιχτίρισε για τα καλά και από τότε ούτε που ασχολήθηκε ξανά μαζί του. Τα παιδιά του προσπάθησαν να τον συνετίσουν, τα άκουγε σιωπηλός και στο τέλος τους έδινε την ευχή του λέγοντάς τους ότι αν ήθελαν να τον δουν ξανά, ήξεραν που θα τον βρούνε.

 Το "Φτερούι" που το σήκωσε κάποτε ο άνεμος και το πήρε μακριά από αυτά τα σκληρά μέρη, είχε βρει τον δρόμο και γύρισε στον τόπο που πάντα γνώριζε ως δικό του. Δεν ξέρει αν είναι ευτυχισμένος, δεν ξέρει για πόσο θα αντέξει μακριά από τους δικούς του, ούτε για πόσο θα του φτάσουν τα χρήματα που έφερε μαζί του ή αν θα επιχειρήσει να φτιάξει κάτι για να βιοποριστεί εκεί πάνω, τίποτε δεν έχει σίγουρο αλλά και ούτε κάνει σχέδια για το μέλλον. Απλώς τώρα του αρέσει που βρίσκεται εδώ, στο σπίτι που μεγάλωσε, μπροστά στο αναμμένο τζάκι ενώ έξω ο μανιασμένος κρύος αέρας σηκώνει τον κόσμο. Όχι όμως κι αυτόν.



 Ευχαριστώ την Μαίρη από την Γήινη Ματιά , για την ευκαιρία που μας δίνει, να γράψουμε αλλά κυρίως να διαβάσουμε όμορφες δουλειές των συνοδοιπόρων μας, σε αυτό το όμορφο δρώμενο!







Τετάρτη 26 Οκτωβρίου 2022

Γραφή ή ζωή του Χόρχε Σεμπρουν

 Το μυθιστόρημα Γραφή ή ζωή του Ισπανού Χόρχε Σεμπρούν, σου αφήνει μια παράξενη αίσθηση αφού το έχεις πια διαβάσει. Δεν είναι εύκολο βιβλίο, όχι διότι είναι δυσνόητο ή έχει "περίεργο" τρόπο γραφής, αλλά διότι μιλά για στενάχωρες καταστάσεις. Πολλές φορές πόνεσα, το ίδιο όπως την πρώτη φορά που έμαθα για τις φρικαλεότητες των Ναζί στα στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας και εξολόθρευσης κάθε παρείσακτου, κατά την άποψη τους, στον κόσμο αυτό.

 Ένας νέος άνθρωπος, ο ίδιος ο συγγραφέας, ήλθε αντιμέτωπος με τον θάνατο μέσα στο ναζιστικό στρατόπεδο εξόντωσης του Μπούχενβαλντ, είδε συντρόφους του να πεθαίνουν ή να χάνονται ξαφνικά από δίπλα του, οσμίστηκε τον θάνατο (στην κυριολεξία αυτό) από την καμινάδα του κρεματορίου. Κι όταν επιτέλους βρίσκεται ελεύθερος, "δυσκολεύεται" πλέον να πιάσει τη ζωή του από εκεί που την άφησε, έχει πεθάνει κι έχει αναστηθεί, τίποτε δεν μπορεί να είναι το ίδιο όπως πριν τον Μεγάλο πόλεμο.  

 "Ποιος μπορεί να πιστέψει ότι όλα αυτά έγιναν στα αλήθεια", αναρωτιέται ο συγγραφέας. Κι ένας παλιός του σύντροφος του δίνει με ερώτηση την απάντηση: "Ποιος μπορεί να αποδώσει καλύτερα αυτά που έγιναν εκεί μέσα εκτός από έναν μυθιστοριογράφο;

  Ασφαλώς κι έχει δίκιο. Οι ιστορικοί θα παραθέσουν αριθμούς, γεγονότα, έγγραφα, αλλά μόνο ένα μυθιστόρημα θα μπορέσει να αποδώσει όλα εκείνα τα συναισθήματα ενός αιχμαλώτου που καθημερινά αντιμαχόταν τον παραλογισμό των Ναζιστικών στρατοπέδων συγκέντρωσης και μέρα με την μέρα κατόρθωνε να ξεγλιστρά από τα ολισθηρά μονοπάτια του θανάτου. Κάποια στιγμή μάλιστα, χρόνια μετά, μαθαίνει ποιο τυχερό είχε και του δόθηκε η ευκαιρία να ζήσει. 

  Ξέρει ότι η γραφή αυτών που έζησε είναι μια οφειλή που πρέπει να ξεχρεώσει. Μα όταν αποφασίζει να το κάνει, τότε αντιλαμβάνεται ότι αυτό δεν του είναι εύκολο, οι μνήμες και τα συναισθήματα που συνοδεύουν τη γραφή είναι αβάσταχτα κι εκείνος δικαίως, αυτό δεν το αντέχει.

" Καθ' όλη τη διάρκεια του καλοκαιριού της επιστροφής, του φθινοπώρου, μέχρι την ηλιόλουστη χειμωνιάτικη μέρα στην Ασκόνα του Τσιτσίνο, οπότε αποφάσισα να εγκαταλείψω το βιβλίο που προσπαθούσα να γράψω, τα πράγματα που είχα σκεφτεί ότι με ξανασυνδέουν με τη ζωή - η γραφή, η απόλαυση - απεναντίας με απομάκρυναν απ' αυτήν, μ' έστελναν ακατάπαυστα και σιγά σιγά  αλλά σταθερά, στη μνήμη του θανάτου, με απωθούσαν μέσα στην ασφυξία αυτής της μνήμης. "

 Ο Σεμπρούν βάζει στην άκρη την γραφή για να κερδίσει τη ζωή. Είναι ακόμη νέος, αγαπά τις γυναίκες, του αρέσει να διαβάζει ποίηση, αγωνίζεται στην παρανομία για έναν κόσμο δίκαιο ως στέλεχος του Ισπανικού Κομμουνιστικού Κόμματος, μέχρι που ο άκαμπτος σταλινικός μηχανισμός τον απορρίπτει ως ρεβιζιονιστή. (η πίκρα αυτής της διαγραφής είναι παρούσα σε όλο το κείμενο)

 Τελικά η γραφή όμως νικά. Έστω κι αν πέρασαν αρκετά χρόνια δίχως να γράψει το παραμικρό, αντιλαμβάνεται ότι αυτή ήταν η μοίρα του. Έζησε όλη την φρικαλεότητα της αιχμαλωσίας στα ναζιστικά στρατόπεδα και όφειλε να γράψει γι'  αυτήν.

" Θα ήταν γελοίο, ίσως και άπρεπο, να γράψω οτιδήποτε άλλο παρακάμπτοντας την εμπειρία αυτή.    

  Μου άρεσε! Μου αρέσουν εκείνα τα βιβλία που σε βυθίζουν  στην ιστορία, συνήθως στις πιο σκοτεινές της πλευρές, αλλά  και που σε παρακινούν να ψάχνεις ονόματα, τόπους,  γεγονότα, τα οποία συνεχώς αναδύονται μέσα από τις σελίδες  τους. Κι από τη μια μεριά το κακό σου υπενθυμίζει  ότι είναι υπαρκτό και από την άλλη ζεις την ουτοπία, τη δική  του - και τη δική σου -  για ένα δικαιότερο κόσμο παρέα με τους  σπουδαίους ποιητές της δικής του εποχής, τους οποίους μνημονεύει συνεχώς, να σε  συντροφεύουν.

   Ο Χόρχε Σεμπρούν γεννήθηκε το 1923 στη Μαδρίτη και έζησε από έφηβος εξόριστος, από το καθεστώς  του Φράνκο, στη Γαλλία. Ανδρώθηκε στη χώρα αυτή και είναι  ο μόνος μη Γάλλος, μέλος της Ακαδημίας Γκονκούρ. Την  περίοδο 1988 - 1991, ανέλαβε το υπουργείο Πολιτισμού της Ισπανίας. Πέθανε το 2011, στο Παρίσι.

Δευτέρα 24 Οκτωβρίου 2022

25 λέξεις, συμμετοχή σε δρώμενο




Ξέμεινες στο σιδερόφρακτο κελί σου

διωγμένη απ' όλους εμάς,

τους παντοτινά άπιστους,

ν' αναπολείς τα "χρόνια τα καλά",

όταν μ' ένα λίκνισμά σου μόνο

αγκίστρωνες τις εξεγερμένες καρδιές μας.


  Αυτή ήταν η συμμετοχή μου, στο πρώτο δρώμενο αυτής της νέας περιόδου, που ανοίγεται μπροστά μας. Μια φωτογραφία και ένα κείμενο 25 λέξεων, άντε μέχρι 30, εμπνεόμενο από την εικόνα.
  Ευχαριστώ την Μαρία Νικολάου με το ιστολόγιο της "Το Κείμενο"  για την ευκαιρία που μας έδωσε να παίξουμε με τις λέξεις για μία ακόμη φορά!

Κυριακή 9 Οκτωβρίου 2022

Επιστροφή στα θρανία...

  Κάθε τέτοια εποχή, σκέφτομαι ότι πρέπει ν' αφήσω την καλοκαιρινή ραστώνη - ναι, ακόμη με κατατρέχει - για να επανέλθω στην blogo - παρέα μας. Είναι αλήθεια, το καλοκαίρι γράφω λίγο, προτιμώ την τεμπελιά στον ήλιο ή τις εργασίες στον κήπο, αλλά για να λέμε την αλήθεια είναι η καλύτερη εποχή για αναστοχασμό. 

 Τακτοποιώ τις σκέψεις μου, βάζω σε μια σειρά αυτά που θέλω να γράψω, επεξεργάζομαι νοερά, με πλήρη άνεση χρόνου, αυτά που ήδη έχω γράψω αλλά δεν έχω ακόμη δημοσιεύσει. Και μαζεύω εικόνες. Φωτεινές εικόνες, που τις ξεπλένει κι άλλο ο ήλιος, που τις συνοδεύουν οι γύρω ήχοι, απαλλαγμένοι από το υπνώτισμα της τηλεόρασης. Τα τζιτζίκια, που σου παίρνουν μεσημεριάτικα τα αυτιά, οι φωνές των παιδιών που παίζουν μακριά, το σύρσιμο της χελώνας στα ξερόχορτα, ο παφλασμός του ελάχιστου κυματισμού στη θάλασσα, το βουητό του κόσμου καθώς διασχίζει τον παραλιακό, το παραφύλαγμα της γάτας στο σκοτάδι ακόμα και το ενοχλητικό κουνούπι που περιφέρεται γύρω απ' το κεφάλι σου. Μα κυρίως ψάχνω το όμορφο. Που όσο περνούν τα χρόνια όλο και πιο δύσκολα το ανακαλύπτεις. Βλέπεις, έχουν γεμίσει πια εκείνες οι νευρικές απολήξεις του εγκεφάλου μας, με όσα έχεις φυλάξει εκεί όλα αυτά τα χρόνια, και μοιραία κάνεις τις συγκρίσεις. Ποια μπορεί να είναι η πιο όμορφη; Η Μαλένα ( οι κινηματογραφόφιλοι ξέρουν ) ή η νεαρά καλλονή που ανέμελα παίζει με το κύμα; Η χαμένη παραλία που γνώρισες νεαρός ή αυτή που σήμερα έχει γεμίσει με κάθε ευκολία για να μην ταλαιπωρείται το κουρασμένο σου κορμί; Κι αν η ζυγαριά γέρνει εύκολα προς τα πρώτα, τι λένε και οι νέοι του σήμερα, που έτσι τα γνωρίζουν, αγνοώντας το βασανιστικό παρελθόν; Και, πού τοποθετείσαι μέσα σε όλα αυτά εσύ; Αυτά και άλλα πολλά, μικρότερα η σημαντικότερα με βασανίζουν φίλοι μου όλο το καλοκαίρι.  

 Μα τώρα είμαι εδώ, μαζί σας και πάλι, (ποτέ δεν σας αποχαιρέτησα) πάντα παραφύλαγα και σας παρακολουθούσα έστω κι αν παρέμενα αθέατος.

 Αγαπητοί μου συνταξιδιώτες, χαίρομαι που είμαι και πάλι εδώ!!!!

Καλοκαιρινή εικόνα, που θα με συντροφεύει στον επικείμενο χειμώνα.


Πέμπτη 19 Μαΐου 2022

Ιούδας του ΑΜΟΣ ΟΖ

  Από καιρό ήθελα να διαβάσω ένα μυθιστόρημα, κάποιου Εβραίου συγγραφέα. Και η ευκαιρία μου δόθηκε πρόσφατα, όταν έπεσε στα χέρια μου το τελευταίο μυθιστόρημα του Άμος Οζ, Ιούδας. Οι Εβραίοι είναι ένας από τους αρχαίους λαούς της Γης, ένας λαός κατατρεγμένος για πολλούς αιώνες, που υπέστη απίστευτους διωγμούς από τους Χριστιανούς και όχι μόνο, εξαιτίας της "κατάρας" που προσέλκυσαν όταν ζήτησαν να σταυρωθεί ο Χριστός. Βέβαια, κατά καιρούς το μίσος εναντίον τους, κτίστηκε πάνω σε ψεύδη και δοξασίες, όπως ότι είναι άκαρδοι τοκογλύφοι ή ότι σφάζουν τα παιδιά τους για να χρησιμοποιήσουν το αίμα τους για την παρασκευή του άζυμου άρτου. Στη σύγχρονη εποχή οι αντισημίτες  έχουν ως επιχείρημά τους, ότι όλα τα κακά του κόσμου, οφείλονται σε Εβραίους μεγαλοτραπεζίτες, που ελέγχουν τα νήματα της παγκόσμιας οικονομίας. Και το αποκορύφωμα όλων αυτών ήταν το Πογκρόμ των Ναζί εναντίον τους, θανατώνοντας πάνω από 3.500.000 Εβραίους κατά τη διάρκεια του Β' Π.Π. Μετά από αυτό, το 1948 θεωρήθηκε απ' όλα τα κράτη δίκαιο και αναγκαίο να ιδρυθεί ανεξάρτητο Εβραϊκό κράτος στην Παλαιστίνη, που ήταν Αγγλικό προτεκτοράτο. Κι εδώ αρχίζει η μάχη μεταξύ Εβραίων και Αράβων, για το ποιος θα ελέγξει τελικά την Παλαιστίνη. Και οι δύο λαοί, έχουν τα δίκαια τους, και οι δύο θεωρούν προγονική τη γη της Παλαιστίνης, ζητούμενο όμως είναι η ειρήνη, που μετά από τόσα χρόνια συγκατοίκησης σε αυτήν, δεν έχει ακόμα κατακτηθεί. 

  Με τον Ιούδα θα κάνουμε ένα ταξίδι στην ταραγμένη Παλαιστίνη του 1959-60, θα αφουγκραστούμε την επιθυμία για ύπαρξη κράτους των διασκορπισμένων σε όλον τον κόσμο Εβραίων, θα ακούσουμε για το πως αντιμετωπίζουν τον "προδότη" μαθητή του Χριστού (όχι δεν τον θεωρούν ήρωα) αλλά και θα ακούσουμε μια άλλη, καινοφανή άποψη για το ποιος ήταν πράγματι ο Ιούδας. Με στοχαστική διάθεση θα διερευνήσουμε τη σχέση του Ιουδαϊσμού και του Χριστιανισμού αλλά και τις απόψεις που έχουν διατυπωθεί από τους  Εβραίους για τον Χριστό. Τέλος θα παρακολουθήσουμε την ερωτική ιστορία, δίχως προοπτική, του νεαρού Σμούελ και της χήρας Ατάλια.

  Ο απογοητευμένος από τον χωρισμό του, νεαρός Σμούελ Ας, αναγκάζεται να διακόψει τις σπουδές του μετά τη χρεωκοπία του πατέρα του και καταλήγει στο σπίτι που μένει η Ατάλια Αμπραβανέλ για να κάνει παρέα στον εκκεντρικό, 70χρονο Γκέρσομ Βάλντ παρέα με τις σκιές των Μίχα Βάλντ και Σαλτιέλ Αμπραβανέλ. Προσπαθεί να τελειώσει τη διατριβή του, με θέμα τον μεγάλο προδότη του Χριστιανισμού, τον Ιούδα. Παράλληλα, αναζητεί να μάθει την αλήθεια για τον μέγα "προδότη" των Εβραίων, τον πατέρα της Ατάλια, Σαλτιέλ Αμπραβανέλ. Για τον Ιούδα διατυπώνει την άποψη, ότι παρά τα όσα λέγονται, ήταν ο αυτός που αγαπούσε περισσότερο απ' όλους τον Χριστό και ουδέποτε τον πρόδωσε. Αξίζει να προσεχθεί από τους πιθανούς αναγνώστες του βιβλίου αυτού, το πως στοιχειοθετεί αυτήν την άποψη.

Ιερουσαλήμ 1960
  Στο μυθιστόρημα αυτό πολύ συχνά γίνονται αναφορές στον πρώτο Αραβοϊσραληνό πόλεμο του 1948 και τις ολέθριες συνέπειες του για την Ατάλια και τον πεθερό της, Γκέρσομ Βαλντ. Η πρώτη, χάνοντας τον άντρα της μόλις ένα χρόνο μετά τον γάμο τους και ο δεύτερος, χάνοντας τον γιό του, Μίχα, σε μία ενέδρα των Αράβων. Πολύ έντονη είναι και η παρουσία του νεκρού πατέρα της Ατάλια, του Σαλτιέλ Αμπραβανέλ, του "προδότη" Εβραίου, που είχε το θράσος να προτείνει μια άλλη οδό επίλυσης του παλαιστινιακού, την ειρηνική συνύπαρξη μεταξύ Εβραίων και Αράβων. Πολύ εμφανής είναι και η ζοφερή εικόνα της χωρισμένης Ιερουσαλήμ, (τότε την παλιά πόλη την είχαν οι Ιορδανοί και την νέα οι Ισραηλίτες) με τους ελεύθερους σκοπευτές, τα μπλόκα, τα τείχη και τα  συρματοπλέγματα, που την χώριζαν στα δύο.

  Και μέσα σε όλα τα παραπάνω, ο Σμούελ ερωτεύεται την μεγαλύτερη του Ατάλια, η οποία ζει πια στον δικό της μοναχικό κόσμο, δύσπιστη με τους άντρες και τα πράγματα που τους ενθουσιάζουν αλλά πρόθυμη να γευτεί, δίχως υποχρεώσεις όμως, τον έρωτα.

  Ο Ιούδας είναι ένα ενδιαφέρον μυθιστόρημα, ικανοποίησε τις προσδοκίες μου και σίγουρα με έκανε σοφότερο, τουλάχιστον για αυτά που θέλει η Εβραϊκή πλευρά στην Παλαιστίνη. Κατόρθωσε να με συμπαρασύρει στην υποφωτισμένη και καταθλιπτική οικία της Ατάλια, κατόρθωσε να με κάνει να αισθανθώ τη υγρασία του χειμώνα που διαδραματίζεται η ιστορία και κατόρθωσε να με κάνει σε μεγάλο βαθμό, να συμπάσχω με τους ήρωες του. Τι άλλο χρειάζεται για να θεωρηθεί μια ιστορία επιτυχημένη;

  Ο  Άμος Οζ γεννήθηκε στην Ιερουσαλήμ το 1939 και πέθανε το 1918. Σε όλα τα έργα του "έψαχνε" την αλήθεια γύρω από την ύπαρξη του Ισραηλινού κράτους. Είχε ταχθεί από πολύ νωρίς με την άποψη, ότι η μόνη βιώσιμη λύση για το παλαιστινιακό, είναι η ύπαρξη δύο κρατών, ενός Εβραϊκού και ενός Παλαιστινιακού. Υποστήριξε το δικαίωμα αυτοάμυνας του Ισραήλ, ήταν υπέρ του τοίχους της ντροπής που χωρίζει τους δύο λαούς αλλά αντιτίθετο σθεναρά σε κάθε επιθετική ισραηλινή στρατιωτική επιχείρηση όπως και ήταν αντίθετος στην πολιτική του εποικισμού αραβικών εδαφών.


Δευτέρα 9 Μαΐου 2022

Ευάγγελος Ζάππας και Ολυμπιακοί Αγώνες.

   Σε λίγους είναι γνωστή η ιστορία του μεγάλου μας ευεργέτη, Ευάγγελου Ζάππα. Και σε ακόμη λιγότερους η σχέση του με την αναβίωση των Ολυμπιακών Αγώνων, όπως την οραματίστηκε αυτός στα πρώτα του βήματα, που έκανε το Ελληνικό κράτος κατά τον 19ο αιώνα.

Ευάγγελος Ζάππας (1800-1865)

  Ο Ευάγγελος Ζάππας γεννήθηκε στην Βόρειο Ήπειρο το 1800 και μόλις δεκατριών ετών στρατολογήθηκε από τον Αλή Πασά. Στην Ελληνική Επανάσταση πολέμησε δίπλα στον αρχιστράτηγο, Μάρκο Μπότσαρη. Το 1824, τον βρίσκομαι να μάχεται με τον βαθμό του ταξίαρχου.  Με την απελευθέρωση, μεταναστεύει στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες, δημιουργεί σχέσεις με τα μοναστήρια της περιοχής και αναλαμβάνει την καλλιέργεια μεγάλων αγροτικών εκτάσεων, που τους ανήκαν. Η ενασχόληση του αυτή του αποφέρει μεγάλα κέρδη. Κάνει πολλές δωρεές, μεταξύ αυτών ήταν και η ίδρυση σχολείων στα χωριά της ιδιαίτερης πατρίδας του. 

  Ένα από τα μεγαλύτερα οράματά του Ευάγγελου Ζάππα ήταν η αναβίωση των Ολυμπιακών Αγώνων στην Αθήνα. Σε μια εποχή, που ελάχιστοι πίστευαν σε αυτό το όνειρο, όπως ο ρομαντικός ποιητής Αλέξανδρος Σούτσος, αυτός θέτει ως σκοπό της ζωής του, να το πραγματοποιήσει με κάθε τρόπο. Έτσι ξεκινά τακτική αλληλογραφία με την τότε κυβέρνηση της Ελλάδας (περίπου το 1850), όπου δηλώνει τη βούληση του να αναλάβει εξ ολοκλήρου τη χρηματοδότησή τους. Πέρα από την οργάνωσή τους, χρηματοδοτεί και τη δημιουργία του πρώτου κτιρίου, που θα χρησιμοποιούνταν για τους αγώνες αυτούς, το περίφημο Ζάππειο Μέγαρο και την αναστύλωση του Παναθηναϊκού Σταδίου, για να πραγματοποιούνται οι αγώνες. Δυστυχώς το Ζάππειο ποτέ δεν εκπλήρωσε την αρχική επιθυμία του δωρητή, να είναι το στρατηγικό κέντρο της διεξαγωγής των Αγώνων, το οποίο θα κτιζόταν σε σημείο ψηλότερο του Σταδίου (στον λόφο του Αρδηττού) για να εποπτεύει τους αγώνες από ψηλά. Κατόπιν πρότασης της τότε κυβέρνησης και την αποδοχή τελικά του Ζάππα, κτίστηκε στη σημερινή του θέση και χρησιμοποιήθηκε ως χώρος εκθέσεων της Αγροτικής παραγωγής της χώρας μας. Σήμερα τη διαχείριση του Ζαππείου Μεγάρου και των κληροδοτημάτων του Ζάππα, έχει η Επιτροπή Ολυμπίων και Κληροδοτημάτων.
Ζάππειον Μέγαρο. Κτίστηκε πάνω σε σχέδια του
Θεόφιλου Χάνσεν, από το 1874 ως 1888.

  Στον πολύ κόσμο, είναι άγνωστη αυτή η ιστορία και μάλιστα έχει την εντύπωση ότι οι Ολυμπιακοί αγώνες, για πρώτη φορά τελέστηκαν στην Αθήνα το 1896. Η αλήθεια όμως είναι, ότι η επιθυμία του Ευάγγελου Ζάππα, να αναβιώσουν οι Ολυμπιακοί αγώνες στην Αθήνα, πραγματοποιήθηκε πολύ πιο πριν και μάλιστα σε εποχές που η έννοια του αθλητισμού, δεν ήταν και πολύ γνωστή. 

   Και όχι μόνο μία φορά, αλλά τέσσερις φορές. Σε αυτούς συμμετείχαν Έλληνες αθλητές από την Πατρίδα μας αλλά και από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Οι πρώτοι Ζάππειοι Ολυμπιακοί Αγώνες ή Ολύμπια κατ΄ άλλους, έγιναν το 1859, στην σημερινή πλατεία Κοτζιά, δίχως όμως επιτυχία. Η αποτυχία τους οφείλεται στην απουσία εμπειρίας για τη διοργάνωση τέτοιων αγώνων, δεν υπήρχαν κανονικοί αθλητές αλλά μπορούσε να συμμετάσχει όποιος ήθελε και η αστυνομία δεν είχε σχέδιο για να τηρηθεί η αναγκαία τάξη από τον κόσμο που συνέρρευσε στην κλειστή πλατεία για να δει τους αγώνες.

Μετάλλιο για τον πρώτο νικητή των
αγώνων του 1875. Από τη μία ο
Βασιλεύς Γεώργιος και από την άλλη
γράφει:
Αγωνοθέτης Ευάγγελος Ζάππας.


  Οι δεύτεροι Ζάππειοι Ολυμπιακοί Αγώνες έγιναν το 1870 στο ανακαινισμένο Παναθηναϊκό Στάδιο, με πολύ μεγάλη  επιτυχία.  Εγγράφηκαν κανονικά αθλητές για να αγωνιστούν, φορούσαν στολή και σανδάλια δερμάτινα, ορκίστηκαν μπροστά στην ελλανόδικο επιτροπή που αποτελούνταν από καθηγητές του Πανεπιστημίου. Εκεί ακούστηκε και ο πρώτος Ολυμπιακός ύμνος, γραμμένος από τον Γεώργιο Ορφανίδη, καθηγητή της Γεωπονικής Σχολής και μελοποιημένος από τον μουσικοδιδάσκαλο Παριζίνη. Τους αγώνες παρακολούθησε η Βασιλική οικογένεια, όλοι οι επίσημοι των Αθηνών και πλήθους κόσμου. Υπολογίζεται ο αριθμός αυτός στους 30,000, όσοι ήταν δηλαδή και οι κάτοικοι της Αθήνας τότε.

  Οι τρίτοι Ζάππειοι Ολυμπιακοί Αγώνες έγιναν το 1875 και πάλι στο
Παναθηναϊκό Στάδιο, με οργανωτή τους, τον Ιωάννη Φωκιανό, διευθυντή του Δημόσιου Γυμναστηρίου. Σε αυτούς συμμετείχαν μόνο 18 αθλητές. Παρά την πολύ καλή προσπάθεια του Φωκιανού, οι αγώνες δεν είχαν την αναμενόμενη επιτυχία. Αν και η Βασιλική οικογένεια δεν τους παρακολούθησε, ο κόσμος που μαζεύτηκε ήταν πολύ πιο πάνω από τις δυνατότητες του Σταδίου, με αποτέλεσμα να καταληφθεί και ο στίβος από τους θεατές.

  Οι τέταρτοι Ζάππειοι Ολυμπιακοί Αγώνες έγιναν το 1889 στο Κεντρικό Γυμναστήριο του Φωκιανού, με οργανωτή και πάλι τον Ιωάννη Φωκιανό. Σε αυτούς τους αγώνες λόγω διαφωνιών, δεν συμμετείχε η Ζάππειος Επιτροπή, που αναλάμβανε την χρηματοδότηση των αγώνων μέχρι τότε. Δώδεκα αγωνίσματα έγιναν, με απόλυτη τάξη και καλή οργάνωση. Δόθηκαν μετάλλια και διπλώματα και υπήρχαν χορηγοί.

   Οι αγώνες αυτοί, με τα λάθη και τις επιτυχίες τους, χάρισαν μια σημαντική τεχνογνωσία στην Πατρίδα μας, στη διοργάνωση τέτοιων αγώνων, η οποία φάνηκε στην άρτια τέλεση των πρώτων Διεθνών Ολυμπιακών Αγώνων, το 1996, στην Αθήνα.

Το Παναθηναϊκό Στάδιο το 1896, κατά την τέλεση των πρώτων
Σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων. Η ανακαίνιση του έγινε εκ νέου 
με χρηματοδότηση του μεγάλου Εθνικού Ευεργέτη Γεώργιου Αβέρωβ

  Βλέπουμε λοιπόν ότι η Ολυμπιακοί αγώνες, έχουν μια ιδιαίτερη σημασία για την πατρίδα μας, υπήρχαν άνθρωποι που τους οραματίστηκαν πολύ πριν γίνουν παγκόσμιο θέαμα (Ρήγας Φεραίος, Ευάγγελος Ζάππας, Αλέξανδρος Σούτσος) και όταν πια ο βαρώνος Πιερ ντε Κουμπερτέν μαζί με τον Δημήτριο Βικέλα θεσμοθετούσαν τους Σύγχρονους Διεθνείς Ολυμπιακούς Αγώνες, η Ελλάδα είχε την τεχνογνωσία, όχι μόνο να πετύχουν οι αγώνες αλλά και να δείξει στον υπόλοιπο κόσμο τον τρόπο επιτυχούς εκτέλεσης τους. Τώρα αν θα θέλατε να αναρωτηθείτε, τι σχέση έχουν εκείνοι οι πρώτοι, ειδυλλιακοί αγώνες του Ζάππα με το σημερινό εμπορικό και τηλεοπτικό θέαμα, νομίζω ότι η απάντηση είναι εύκολη. Το θετικό όμως είναι, ότι οι νέοι αθλητές, ακόμη και σήμερα, ονειρεύονται ν' ανέβουν στο Ολυμπιακό βάθρο, την ύψιστη τιμή για έναν αθλητή και δεν φείδονται κόπων για να πετύχουν αυτό τον σκοπό τους. Αν και κάποιοι χάνουν την αίσθηση του Ολυμπιακού Πνεύματος περί του "ευ αγωνίζεσθαι", οι περισσότεροι νέοι, θέλω να πιστεύω, παραμένουν πιστοί στις αξίες του. 

ΥΓ: Η έμπνευση για τις δύο τελευταίες μου εγγραφές, οφείλεται στο μυθιστόρημα του Δημήτρη Τζιώτη, Η Ιδέα του φωτός. εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ

Παρασκευή 29 Απριλίου 2022

Ολυμπιακοί αγώνες, ένα libretto και μια μετάφραση του από τον Ρήγα Βελεστινλή


  Αν και οι αρχαίοι Ολυμπιακοί Αγώνες πραγματοποιήθηκαν ως τα 390 μ.Χ. όταν ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος απαγόρευσε την τέλεση κάθε παγανιστικής τελετής, η μνήμη και οι υψηλοί συμβολισμοί τους παρέμειναν ζωντανοί, έστω και σε λήθαργο, σε όλα τα επόμενα χρόνια. Κι όταν κατά  την περίοδο της Αναγέννησης, όπου η ανθρωπότητα έσκυψε και πάλι πάνω στα συγγράμματα των αρχαίων Ελλήνων και ανασύρθηκε στην επιφάνεια όλη η παραμελημένη γνώση τους,  φαίνεται ότι η Ολυμπιακοί Αγώνες ήταν από εκείνα, που τους εντυπωσίασαν ιδιαίτερα.

James-Barry-Olympia
Πίνακας του James Barry  με τίτλο: Στεφανώνοντας τους νικητές των Ολυμπίων (1770 περίπου, τμήμα του έργου.)

  Στη σημερινή μου εγγραφή θα σας μιλήσω για ένα λιμπρέτο (libretto) της όπερας L' Olimpiade του Πιέτρο Μεταστάσιο, που γράφτηκε το 1733 στη Βιέννη. Τη μουσική επένδυση του έργου έκανε ο Αντόνιο Καλντάρα και παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στα γενέθλια της αυτοκράτειρας, Ελισάβετ Χριστίνας του Μπράνσγουικ-Βόλφενμπυτελ, της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Η όπερα αυτή αμέσως αγαπήθηκε από το κοινό και στη συνέχεια παίχτηκε σε όλα τα μεγάλα Ευρωπαϊκά θέατρα της εποχής.

  Από την ιστορία γνωρίζουμε ότι μια από τις νεωτεριστικές πράξεις της Γαλλικής Επανάστασης ήταν και η διεξαγωγή αθλητικών αγώνων, στα πρότυπα των αγώνων των αρχαίων Ελλήνων. Ο Ρήγας Βελεστινλής (Φεραίος), που εμπνεόταν από την Γαλλική Επανάσταση, θεωρούσε ότι η απελευθερωμένη Ελλάδα,  θα έπρεπε να ανασυστήσει τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Πάνω στη λογική αυτή μεταφράζει το λιμπρέτο Τα Ολύμπια στα ελληνικά το 1815.  Στα προλεγόμενα μας δίνει μια πολύ ενδιαφέρουσα πληροφορία. Αφού αναφέρει τα αρχαία ελληνικά αγωνίσματα, λέει:

   Εκ τούτον, ο δρόμος, η πάλη, ο Δίσκος και το Παγκράτιον, παίζονται μέχρι της σήμερον εις την Θεσσαλίας, και εις όλην την Ελλάδα.

  Σαφώς και υπονοεί, ότι οι νεότεροι Έλληνες συνεχίζουν μετά από αιώνες την παράδοση των Ολυμπιακών Αθλημάτων, ως γνήσιοι απόγονοι  των αρχαίων Ελλήνων.

  Το έργον του Πιέτρο Μεταστάσιο, χωρίζεται σε τρεις πράξεις, ο τόπος που διαδραματίζεται είναι η αρχαία Ολυμπία κατά τη διάρκεια κάποιων Ολυμπιακών Αγώνων. Μπορείτε να δείτε την υπόθεση του έργου, όπως ακριβώς είναι στο μεταφρασμένο έργο του Ρήγα.

Για όσους δυσκολεύονται να παρακολουθήσουν τη γλώσσα του Ρήγα: 
 
  Ο βασιλιάς της Σικυώνας, Κλεισθένης, θέλει να παντρέψει την όμορφη κόρη του, Αριστέα, με έναν Ολυμπιονίκη. Μεταξύ αυτών που εμφανίστηκαν για να διεκδικήσουν την Αριστέα, ήταν και ο Λυκίδας, γιος του βασιλιά της Κρήτης, ο οποίος συμμετείχε περισσότερο για να ξεχάσει την Αργίνην, την οποία δεν τον άφησε να πάρει ο πατέρας του.

  Ο Λυκίδας είναι φίλος με τον Αθηναίο Μεγακλή, ο οποίος χρωστούσε χάρη στον Λυκίδα διότι κάποτε τον έσωσε από ληστές στην Κρήτη. Ο Μεγακλής αγαπιέται μυστικά με την πριγκίπισσα Αριστέα. Εν τω μεταξύ, η Αργίνην, βρίσκεται στην περιοχή της αρχαίας Ήλιδας, έχοντας αλλάξει το όνομά της σε Λυκόρη και τυχαία γίνεται φίλη με την Αριστέα.

  Ο Λυκίδας απογοητευμένος που δεν βρίσκει την Αργίνην, ερωτεύεται την Αριστέαν αλλά γνωρίζει ότι δεν είναι αρκετά καλός στα αγωνίσματα για να την κερδίσει. Ζητά τότε από τον Μεγακλή, να αγωνιστεί με το όνομά του, ώστε να μπορέσει να την κερδίσει. 

  Ο Μεγακλής νικά, ο Λυκίδας φαίνεται ότι κερδίζει την Αριστέα, και για να μην προδώσει την φιλία του με τον Λυκίδα, πέφτει στον Αλφειό ποταμό για να πνιγεί. Τον σώζουν τυχαία κάποιοι ψαράδες από τον πνιγμό. 

  Η Αργίνη μαθαίνει για το περιστατικό με τον αγαπημένο της Λυκίδα ενώ μαθαίνεται και η απάτη του με αποτέλεσμα να φυλακιστεί και να καταδικαστεί σε θάνατο. Ο Μεγακλής αισθανόμενος την ευθύνη του, θέλει να πάρει τη θέση του, το ίδιο και η αγαπημένη του Αργίνη.
 
  Τελικά, λίγο πριν την εκτέλεση, διαπιστώνεται ότι ο Λυκίδας ήταν ο χαμένος γιός του βασιλιά Κλεισθένη και αδελφός της Αριστέας. Τον είχε διώξει μικρό, μακριά του, εξαιτίας ενός χρησμού του Μαντείου των Δελφών, που έλεγε ότι θα κινδυνέψει να σκοτωθεί από τον γιό του. 

  Ίσως κάποιος να περίμενε, ότι ευθύς μετά την απελευθέρωσή μας, ένα από τα πρώτα έργα της  Ελλάδας θα ήταν η αναβίωση των Ολυμπιακών Αγώνων. Αν και υπήρξε κάποιος διαπρεπής και πλούσιος Έλληνας, ο οποίος θέλησε την αναβίωση τους και μάλιστα αναλάμβανε και την χρηματοδότησή τους, οι τότε κυβερνώντες φάνηκαν αντίθετοι στο μεγάλο αυτό έργο. Ή μήπως όχι; Περισσότερα στην επόμενη εγγραφή μου...




Όλα τα πήρε το καλοκαίρι...

  Τελειώνοντας και τη φετινή μου σεζόν για το ιστολόγιο μου, συνεχίζω με το αφιέρωμά μου στο καλοκαίρι.  Αυτό που έρχεται και με αγωνία, αυτ...